"/assets/images/fer.jpg", "height"=>100, "width"=>100}" />
Το πρώτο μέρος εδώ
ΙΙΙ. Φρανκόνια
«Δέχτηκα λοιπόν να γίνω οδηγός της Σιφ, μέχρι να φτάσουμε στη Λειψία. Οι μέρες του ταξιδιού απλώνουν με αστίλβωτη καθαρότητα το περιεχόμενό τους στην περγαμηνή της μνήμης μου, ακόμη και τώρα. Από τα μάτια του τυραννικού ήλιου μας προστάτευαν οι πράσινοι γίγαντες, στη σκιά των οποίων από μικρός περιπλανιόμουν συχνά, γαλουχούμενος την αδίστακτη ελευθερία της φύσης. Τα βράδια, παρά την αδυναμία και κούραση – μετρέσες που δεν τους βάσταγε να με αποχαιρετήσουν – σκαρφάλωνα στις πιο ψηλές βελανιδιές για να ατενίσω το βραδινό ουρανό. Ο λαός μου, πριν στραφεί στην πίστη του Ιησού, πίστευε πως τα άστρα είναι τα σιδηρουργεία των ψυχών, πως στα κρύα αυτά φώτα γυρνάνε οι ουσίες των πεθαμένων. Στα αμόνια της νύχτας απαλλάσσονται από τις εμπειρίες τους, πριν καθαρές και λυτρωμένες από μνήμες, σφυρηλατηθούν εκ νέου για να επιστρέψουν στη γη.
Εκεί, στη βίγλα του δάσους, λυσσομανούσε κάθε βράδυ ο παγωμένος βόρειος άνεμος, σφυρίζοντάς μου μια συμφωνία απατηλή, κι εγώ έτρεμα. Ήταν ένα τραγούδι που ανέσυρε μια βαθιά θαμμένη εντός μου ανησυχία, γιατί πολύ νεότερος μόνο το είχα ξανακούσει, μετά από μια πράξη μου άδικη και απάνθρωπη. Η οποία όμως τότε, στην αρχή του ταξιδιού, ήταν από τη μνήμη μου λησμονημένη. Με γοργή την ανάσα από την παράλογη αίσθηση επικείμενης τιμωρίας, κατέβαινα από τα δέντρα. Πάνω μου το γέλιο του βοριά έφτανε σε κρεσέντο μιμούμενο τον ήχο φασματικών οπλών, σα μια ορδή εκδικητική, εκπρόσωπος ενός δικαίου βαρβαρικού, υπάκουη μονάχα στους νόμους του αίματος, να ήταν στο κατόπι μου. Και έσφιγγαν την καρδιά μου φόβοι απροσδιόριστοι, όπως έσφιγγα τον κορμό του δέντρου στην κατάβαση.
Ξένε, όταν μικρό παιδί πεντάχρονο ακόμη ήμουν, το μελανοδοχείο των θεών της τρέλας στάλαξε πάνω μου λίγες σταγόνες σκιερές. Είχα βλέπεις, μια αδερφή κατά δυο χρόνια μεγαλύτερη. Πέταγαν συχνά γύρω μας οι εξάπτερες έριδες της παιδικής ηλικίας, και ποτέ δεν πέρασε η ιδέα της ανακωχής από τα μυαλά μας, μονάχα διαρκή πόλεμο είχαμε κηρύξει μεταξύ μας. Κι ωστόσο πραγματικό κακό δεν είχε περάσει από το νου μας μέχρι τότε να κάνουμε ο ένας στον άλλον. Ένα απόγευμα όμως, μέσα στα δάση που ήταν το δεύτερο σπίτι μου, βρέθηκα δίχως να καταλάβω πώς, να καταστρώνω νοσηρό πλάνο για την εξ’ αίματος νέμεσή μου. Μάρτυρες μου ήταν οι σιωπηλοί λύκοι που με συντρόφευαν κάτω από τους πράσινους θόλους, μάρτυς και η φωνή της αδερφής μου που με έψαχνε εξημμένη στο δάσος για πολλοστή φορά. Μάρτυρες ήταν τα αιωνόβια φυτά καθώς με μια πέτρα τη χτύπησα στο κεφάλι, καθώς με το ίδιο λιθάρι της έσπασα το κρανίο, κι έπειτα την έσυρα στο ξέφωτο μου. Δικό μου το ονόμαζα τότε εκείνο το μέρος, γιατί συχνά το ένοιωθα να με καλεί. Καθόμουν ώρες πολλές παρέα με τους μεγάλιθους, μα όταν σκοτείνιαζε φόβος με γέμιζε και με δειλία το εγκατέλειπα.
Εκείνο το βράδυ, ανάμεσα στους μονόλιθους που έστεφαν το ξέφωτο, έκανα ανοσιουργήματα με τις μεγάλες πέτρες και το κορμί της αδερφής μου, πράξεις που δε μπορώ να σου περιγράψω. Όταν τελείωσα, το σώμα της έθρεφε τα βράχια, τα κατεργασμένα όχι από ανθρώπου χέρι καθώς μου είχε πει η μητέρα μου όταν της είχα μιλήσει για αυτό το μέρος. Την έψαξαν την αδερφή μου, μα δεν την βρήκαν ποτέ. Εγώ είχα ελάχιστες αναμνήσεις από το γεγονός και κράτησα το στόμα μου κλειστό, ακόμη κι όταν έρχονταν το βράδυ στο κρεβάτι μου οι γριές, με το κεφάλι της αδερφής μου στα χέρια τους. Εκείνες ήταν που μου τραγουδούσαν στο φως του λυχναριού το κατηγορώ των ενοχών, και μόνο εγώ τις άκουγα, μόνο εγώ τις έβλεπα. Μα ξεθώριασαν σύντομα, ίσως γιατί εκείνες οι στάλες τρέλας φύγαν από πάνω μου, και μαζί τους κάθε ανάμνηση του θανατικού.
Επανήλθε όμως η σκιά της ανάμνησης εκείνα τα πρώτα βράδια του ταξιδιού μου με τη Σιφ, δεκαπέντε χρόνια μετά. Και ήταν σαν σκουλήκια η παλλόμενη ανησυχία μέσα μου, απτή σχεδόν. Καθόμουν λοιπόν με το κορίτσι γύρω από τη φωτιά και της μίλαγα με τις ώρες, όπως κάνω με εσένα τώρα, ξεγέλαγα το μυαλό μου με την αφήγηση. Της έσπερνα ιστορίες στα αυτιά, λίγες δικές μου, λίγες που είχα ακούσει στο καπηλειό. Ήταν και δυο τρεις που μου τις είχαν ψιθυρίσει παλιά τα δέντρα στο δάσος, όταν αναπαυόμουν στη σκιά τους. Άκουγε η Σιφ αδιαμαρτύρητα, με ενδιαφέρον αντάξιο της εμφανούς ηλικίας της, ιδιαίτερα αυτές που αφορούσαν το δάσος του Άλμπεϊ και τους Αλανούς της Νυρεμβέργης. Ρώτησε μάλιστα για εκείνη την κοπέλα που είχε φιλοξενηθεί από τους γονείς μου:
«Το φόρεμα που χάρισε στη μάνα σου, σε αντάλλαγμα της οικογενειακής ανιδιοτέλειας, τι απέγινε;»
«Δεν το είδα εγώ, τουλάχιστον όχι όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Ήταν δερμάτινο, παχύ, για πιο κρύα κλίματα, μου είχε αναφέρει η μητέρα μου. Και πρέπει να το είχε κλειδωμένο στο μεγάλο μπαουλοντίβανο, έτσι τουλάχιστον μας είχε πει. Σκίαζαν τα μάτια της όταν μίλαγε για αυτό, σαν κάτι άσχημο να είχε μαζί του συνδέσει, το οποίο ούτε η ίδια μπορούσε να προσδιορίσει.»
Τελειώνοντας τις αφηγήσεις με κυρίευε η επιθυμία για ανάπαυση, και η Σιφ τότε μου τραγουδούσε τη μελωδία των άστρων, εξαργυρώνοντας την έως τότε αδιατάρακτη σχεδόν σιωπή της με νότες. Τη γλώσσα του παγωμένου νανουρίσματος δεν την καταλάβαινα, μα με έστελνε ταχιά σε ύπνο βαθύ δίχως όνειρα, μόνο μια μυρωδιά απάτητων κορφών και ομιχλιασμένων δασών σα να τρύπωνε στο υποσυνείδητό μου. Κάθε πρωί με ξύπναγε η μυρωδιά κυνηγιού στη φωτιά, και ένοιωθα τα μέλη μου βαριά από εξάντληση, λες και για την ηρεμία της ψυχής πλήρωνε τίμημα το κορμί μου.
Η συνοδοιπόρος μου είχε κι αυτή μυστικά, σφραγισμένα στο κορμί της, πίσω από τις κενές φωλιές των ματιών. Ένα όμως ήταν απτό, το πρόσεξα ένα βράδυ που επέστρεφα κοντά της φορτωμένος με κλαριά για τη φωτιά. Από μακριά, κρυμμένος πίσω από θάμνους, την είδα να περιεργάζεται ένα πακέτο που έκρυβε μέσα στις πτυχές της πρωτόγονης κάπας της. Έμοιαζε δερμάτινο, στο μέγεθος βιβλίου, σαν αυτά που είχα δει στην εκκλησία μας πολλάκις. Η περιέργεια νίκησε τη διακριτικότητά μου. «Τι γύρευε μια τυφλή με ένα δεμένο έγγραφο συντροφιά;» αναρωτήθηκα. Έτσι εκείνο το βράδυ της ξεδίπλωσα την απορία μου.
«Μάτια ποτέ δεν είχα, κι έτσι ποτέ δεν τα στερήθηκα, γιε του δάσους και της αποσύνθεσης,» μου απάντησε. «Όμως γνωρίζω πώς τα βιβλία να διαβάζω, από μικρή. Τι είναι άλλωστε τα μάτια παρά προεκτάσεις του μυαλού, όπως τα χέρια και τ’ αυτιά. Μη σκέφτεσαι πως με εμποδίζει η ατέλειά μου να μαζεύω τη γνώση από του κόσμου τα γραπτά.»
«Όχι», συνέχισε, «το φορτίο μου δεν κρύβει εμπειρίες καταγεγραμμένες με τον τρόπο που φαντάζεσαι, δε θα το έλεγες βιβλίο ποτέ. Μα φυλάξου από αυτό που δεν είναι ακόμη η ώρα σου να αντικρίσεις.»
Ντράπηκα, και δεν της είπα τίποτε άλλο, ούτε ιστορία εκείνη τη βραδιά. Μα εκείνη με ξάφνιασε, κάνοντας με τη σειρά της μια ερώτηση:
«Τα όπλα σου, που με τόση φροντίδα κρατάς πάνω σου όλη μέρα, μπορώ για λίγο να περιεργαστώ;»
Της πέρασα το τόξο, το καμάρι των χεριών μου. Γλίστρησε τα δάχτυλά της πάνω στις χαραγμένες μορφές του Άγριου Κυνηγιού, ενώ σιγομουρμούρισε κάτι ακατάληπτο.
«Είναι οι θεοί σου αυτοί;» με ρώτησε σηκώνοντας προς το μέρος μου το κεφάλι.
«Δεν τους λάτρεψα ποτέ», απάντησα μετά από σκέψη, «δεν έχω διαβάσει ύμνους προς τιμή τους. Δεν έχω θυσιάσει σε ανοιχτό βωμό για χάρη τους», πρόσθεσα με αβεβαιότητα. «Αλλά στις φλέβες μου κάποτε ένοιωσα το κάλεσμά τους. Ανάμεσα στα έλατα κάποιες νύχτες καρτερούσα τα βούκινα του Άγριου Κυνηγιού να ηχήσουν, και στο φως του φεγγαριού καλπάζοντας να με καλέσουν.»
«Είναι αρχαίοι θεοί,» μου είπε επιστρέφοντας το όπλο, «πριν την αυγή της λογικής κατάγονται. Βάδιζε προσεχτικά στο άκουσμά τους, βάλε το φόβο οδηγό, και όχι το σεβασμό που είναι μεταγενέστερος τους. Μυρίζουν τα ίχνη μας από τότε που αφήσαμε την πόλη. Λίγα μπορώ να κάνω για να σε προστατέψω απέναντι τους, ιδιαίτερα από τον ηγέτη τους,» είπε περισσότερο στον εαυτό της παρά σε εμένα και με παραξένεψε. «Και προστασία χρειάζεσαι Ρόμπερτ, γιατί εσύ είσαι η λεία τους. Οι στάχτες του παρελθόντος σου αναμοχλεύονται, δίχως να ξέρω από ποιανού το χέρι. Τα κάρβουνα μέσα τους δεν έχουν πεθάνει, και λάμπουν σαν φάρος για το Κυνήγι, έστω και αν είναι κρυμμένα από εμάς τους δύο.»
Τα λόγια της γλίστρησαν πάνω στην καταπακτή που σφράγιζε την ανάμνηση της αδελφοκτονίας, μα δε στάθηκαν ικανά να τη σηκώσουν, κι έμεινα ζαλισμένος να αναρωτιέμαι στα τυφλά.
«Δώσε μου τώρα το στιλέτο σου.»
Το κράτησε με το αριστερό χέρι, άτσαλα, σα να μην είχε αγγίξει λεπίδα ξανά, και ανέβασε τη αιχμή προς τις κόγχες της. Έγλειψε την κόψη, αίμα κύλισε από το σαγόνι πάνω στο μαχαίρι. Έτσι ματωμένο, το άγγιξε στο αριστερό αυτί της.
«Αυτό το όπλο σε βρήκε, σε περιεργάστηκε, και απόρησε. Μα εσύ το επέλεξες, και το απέκτησες με τον ιδρώτα σου. Είναι ατιθάσευτο μέταλλο, και το έχουν αγγίξει χέρια που στάζουν αίμα. Για την ώρα σιωπάει το μαχαίρι αυτό, μα πρόσεχε τη στιγμή που θα αναγνωρίσει τον πραγματικό του αφέντη, μην είσαι στη λάθος πλευρά του.»
Έκανε να μου το επιστρέψει, όταν τα δάχτυλά της άγγιξαν ακούσια κάποιο σημείο της λεπίδας. Μετέωρο έμεινε ευθύς το χέρι της, και είδα για πρώτη φορά στο πρόσωπό της ταραχή. Τρόμαξα από την αντίδραση και έγειρα να δω τι μελετούσε πάνω στο μαχαίρι. Ήταν τα αρχικά που είχε χαράξει ο τεχνουργός ή κάποιος προηγούμενος ιδιοκτήτης. “Ν. Τ. Φροκέρια”.
Μου επέστρεψε εν τέλει το όπλο, μα έβλεπα πως στριφογυρνούσε μέσα της μια ανησυχία απέραντη. Φοβήθηκα τότε, γιατί όπως συλλογιζόταν η Σιφ, μου φαινόταν και το έδαφος μαζί της να στοχάζεται, σα να ρεμβάζει κάτω μου, σα να συλλογίζονται οι ρίζες. Βρήκα το θάρρος και τη ρώτησα τι έγινε.
«Πες μου Ρόμπερτ,» σηκώθηκε όρθια και ήταν το πρόσωπό της στο επίπεδο του δικού μου, «Ρόμπερτ από τη Νυρεμβέργη, ποιος άνεμος έφερε αυτό το όπλο στα χέρια σου;» Η φωνή της σα να καλούσε αλυσίδες από τα σύννεφα, κι άγνωστο μου ήταν ποιον θα έδεναν σφιχτά.
«Το αγόρασα ένα βράδυ πριν τρία χρόνια,» της απάντησα, «από έναν τρανό αλλά μυστήριο έμπορο, περιπλανώμενο σε όλο το βασίλειο, τον απρόσωπο κύριο Καρντερόν. Το είχα δει ένα χρόνο πρωτύτερα, σε άλλη επίσκεψή του, και στοίχειωναν έκτοτε την επιθυμία μου η κόψη και η αριστοτεχνική του κατασκευή, τόσο που ορκίστηκα να το αποκτήσω. Κι έτσι όταν ροβόλησε στην πόλη μας ξανά η άμαξα του γυρολόγου, ένα σούρουπο Βαλπούργιας Νύχτας, τον επισκέφτηκα στα μυστικά, και αντάλλαξα τη λεπίδα με το κομπόδεμά μου. Ακούστηκε μάλιστα ικανοποιημένος όταν το πήρα στα χέρια μου, λέγοντας μέσα από τη μόνιμα χαμηλωμένη παρωπίδα του, πως ένας κύκλος είχε κλείσει.»
«Μα φαίνεται να ξέρεις κάτι για την υπογραφή στο μέταλλο,» συνέχισα, «η οποία ως τώρα αίνιγμα ήταν για μένα. Μπορείς να ρίξεις φως στο γρίφο της;»
«Είναι προδοτικό όπλο,» αρκέστηκε να μου πει, ενώ ρίγη τη διαπερνούσαν, και άγγιζε με τα χέρια της την αριστερή πλευρά της. «Θα σε συμβούλευα να το ξεφορτωθείς σύντομα, να απαλλάξεις από την παρουσία του τον εαυτό σου.»
Άλλη κουβέντα δεν της πήρα εκείνο το βράδυ, και ήταν δυσάρεστος ο ύπνος μου, γεμάτος με εφιάλτες για το φονικό που έκανα μικρός, μόλο που εξακολουθούσα στον ξύπνιο μου να μη θυμάμαι τίποτα για την τελευταία μέρα της αδερφής μου. Ξυπνώντας μέσα στα άγρια σκοτάδια κάθιδρος, μου φάνηκε πως άλλο όνειρο με προϋπάντησε, γιατί είδα τη Σιφ να είναι ξύπνια δίπλα στην ετοιμοθάνατη φωτιά. Ακούμπαγε τις παλάμες στη γη, χωμένα ήταν τα δάχτυλά της στο νοτισμένο χώμα, λες και προσπαθούσε να αναπαραστήσει τις ρίζες των δέντρων ολόγυρά μας. Πάγος και φλόγες διέτρεχαν το κορμί της, στοιχειακές σαλαμάνδρες εκμαυλισμένες από χιονονιφάδες. Η ίδια δε φαινόταν να έχει αντιληφθεί την παράσταση που παιζόταν πάνω στο σώμα της, μονάχα ψιθύριζε μια λέξη συνεχώς, προς τα κάτω, προς το χαλί του δάσους: «Κάλκουλους».
Δεν ξέρω αν ήταν φαντασία μου, ή έγινε στ’ αλήθεια. Γρήγορα πάντως ξαναπέταξα προς τις χώρες του ονείρου, και αργότερα με βρήκε το πρωινό, παραδόξως ξεκούραστο σε σχέση με τις προηγούμενες ημέρες. Τροφή στη φωτιά δεν υπήρχε, κάτι που θεώρησα καπρίτσιο της Σιφ σχετιζόμενο με το μαχαίρι. Απόρησα πολύ ξένε με αυτή της τη συμβουλή, γιατί ένα υπέροχο στιλέτο σαν κι αυτό δεν το αποχωρίζεται κανείς σώφρων άνθρωπος. Κοίτα την κόψη του, την απαστράπτουσα στη λάμψη της φωτιάς χάρη του.»
Ο ακροατής της ιστορίας, καλά τυλιγμένος σε μετάξια σκοτεινά, κοίταξε το όπλο μέσα από τις σκιές της κουκούλας του.
«Να που έμεινε στη δούλεψή σου τόσα χρόνια, μέχρι τα γεράματα,» είπε στο γέρο Ρόμπερτ. «Δεν είναι όλοι οι χρησμοί σωστοί, ούτε τα προαισθήματα, και είναι υπέροχη η δικαίωση όταν κανείς ενάντια στην υποτιθέμενη μοίρα πάει.»
«Σωστά μιλάς άρχοντα, κι όπως θα δεις αργότερα, βοήθεια μου προσέφερε η λεπίδα αυτή στο ταξίδι μας.»
ΙV. Οι στήλες του Κρίματος
«Ούτε ώρα μετά την αναχώρησή μας, οι ουρανοί ξύπνησαν οργισμένοι. Ρομφαίες αγγέλων όμοιοι ήταν οι κεραυνοί, διψούσαν για τα παιδιά του Ανθρώπου. Βαριά, καψαλισμένα σύννεφα θύμιζαν τις ορδές του Αττίλα, σκιρτούσε μέσα μου ο προγονικός φόβος για τα βαρβαρικά στίφη του ανατολικού ορίζοντα. Η βροχή μας ανάγκαζε να σερνόμαστε κάτω από τις πλατύτερες φυλλωσιές, κάνοντάς την πορεία μας όμοια με σκουληκιού στο βρεγμένο χώμα. Το μεσημέρι η καταιγίδα κόπασε, μα ζεστή ομίχλη τη διαδέχτηκε, μια αποπνιχτική καταχνιά από τα ανατολικά, σημάδι ότι είχαμε προσεγγίσει το ποτάμι περισσότερο από όσο απαιτούσε ο δρόμος μας. Διόρθωσα την κατεύθυνση προς βορειοδυτικά, με τον κουρνιαχτό της νωθρής υγρασίας να μας ακολουθεί κατά πόδας. Σύντομα πλέαμε πεζοί μέσα σε νέφη ομίχλης, σα να ήμασταν προσκυνητές θεών του κάτω κόσμου, χωμένοι εκεί που τα μάτια αχρηστεύονται, για να τελέσουμε ακατονόμαστες λατρευτικές πράξεις. Εν τέλει παραδέχτηκα την ήττα μας και θεώρησα σωστό να σταματήσουμε έως ότου να μπορώ να διακρίνω το περιβάλλον. Καθίσαμε και φάγαμε τα κρύα απομεινάρια του προηγούμενου γεύματος.
Όταν η ομίχλη άρχισε να διαλύεται είδα πως ήμασταν στις παρυφές ενός ξέφωτου. Με γοργό ρυθμό καθάριζε το τοπίο, και εξίσου ταχιά χτυπούσε η καρδιά μου, βλέποντας πως ήταν το ξέφωτο από το οποίο με χώριζε μια δεκαπενταετία, απαράλλαχτο. Ξεκίναγε επίπεδο στην περιφέρειά, κι ανέβαινε σταδιακά το ύψος του καθώς το προσέγγιζες από το νότο, όπως εμείς τότε, μέχρι να σχηματιστεί ο μικρός λοφίσκος της βόρειας πλευράς. Από το βορρά η κλίση ήταν απότομη, καθώς η κορυφή του λόφου άγγιζε σχεδόν τα δέντρα του δάσους, δεσποτική σε ύψος τεσσάρων μέτρων. Εκεί καθόντουσαν οι δέκα αιώνιοι πέτρινοι κάτοικοι του ξέφωτου μου, αδαμάντινοι απέναντι στη φθορά του χρόνου και της φύσης, και προς αυτούς η Σιφ άρχισε να βαδίζει, ανεβαίνοντας αργά τη φυσική ράμπα. Εγώ σαν τον παράλυτο έστεκα έξω από το ξέφωτο, γιατί ξένε, όταν αντιλήφθηκα που βρισκόμουν, γοργές ήρθαν οι μνήμες πίσω, πεντακάθαρες, και δεν έβρισκα το κουράγιο να ζητήσω συγχώρεση για αυτό που είχε γίνει εκεί παλιά. Έτρεμα, πως αν ξαναπατήσω το πόδι μου εκεί μέσα, το πόδι αδελφοκτόνου, χέρια θα βγουν από το έδαφος να με αρπάξουν και να με τραβήξουν στο σκοτάδι, να αναπνέω χώμα μαζί με τους ιδιοκτήτες τους.
Έχασα τις αισθήσεις μου από την ταραχή, στην άκρη του παλιού μου καρτεριού. Πρέπει να κοιμήθηκα κάποιες ώρες, γιατί όταν άνοιξα τα μάτια μου ο ήλιος είχε δύσει και το φεγγάρι με παρατηρούσε ανάμεσα από τις λαξευτές πέτρες του λοφίσκου, από το Βορρά. Το ξέφωτο ήταν διάσπαρτο με αιθέριο σεληνόφως. Ο βόρειος άνεμος κινούσε σπασμωδικά τις κορυφές των γύρω ελάτων, αλλά δεν έφτανε μέχρι εμένα η φωνή του.
Στο φεγγαρόφως ήταν που είδα να διαγράφονται δυο σιλουέτες πάνω στο λόφο και επέστρεψε ο τρόμος μέσα μου. Η μία ήταν παιδική σε μέγεθος, τυλιγμένη με λυκοτόμαρο, η Σιφ. Μα βλέποντας ένα κορίτσι να στέκεται εκεί ψηλά, στο ναό της ακολασίας μου, μακάβρια οράματα από εκείνο το μακρινό βράδυ με έζωσαν. Η άλλη μορφή ήταν ψηλότερη από μένα, όσο μπορούσα να υποθέσω από την απόσταση, ενώ φορούσε ενδυμασία περίεργη, που δεν την είχα ξαναδεί. Ένα καπέλο τρίκοχο προσέθετε στην επιβλητικότητα του, ενώ για κοστούμι είχε τις ανάγλυφες σκιές των δέντρων, έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε από μακριά. Η Σιφ άγγιζε τον κεντρικό μονόλιθο, αυτόν που πάντα μου θύμιζε πετρωμένο κορμό, κουτσουρεμένο στο ύψος πόρτας. Ο άλλος έγερνε πάνω στον ίδιο βράχο, με έναν αέρα ιδιοκτησίας ή βαθιάς εξοικείωσης με το χώρο.
Θέλησα να πλησιάσω κοντά τους, γιατί άκουγα φωνές μα όχι το περιεχόμενο της συζήτησης. Πίστευα πως μυστικά και αλήθειες χαμένες αντάλλαζαν οι δυο τους μέσα στο ξέφωτο μου, και ένοιωθα πως είχα δικαίωμα να κοινωνήσω τα λόγια τους. Καθώς ο φόβος της εισόδου στα κάποτε βεβηλωμένα από εμένα χώματα παρέμενε μεγάλος, σκέφτηκα να βαδίσω περιμετρικά, και να φωλιάσω κοντά στη βάση της βόρειας απόκρημνης λοφοπλαγιάς. Τα βήματά μου αθόρυβα με μετέφεραν, γλιστρώντας πίσω από βατομουριές και χαμηλά πουρνάρια και πανταχού παρόντα έλατα, κρατώντας σε όλη τη διαδρομή μια ασφαλή απόσταση εντός του δάσους. Στο μικρό γκρεμό που ήταν ο στόχος μου έφτασα από δυτικά και τρύπωσα ανάμεσα σε καλυμμένες από βρύα πέτρες, μόλο που η οπτική επαφή με τους δύο συνομιλητές είχε χαθεί. Κάθισα εκεί σιωπηλός και άκουσα.
«Θυγατέρα της αδερφής μου,» ήταν μια αρσενική φωνή που κουβαλούσε βάρη ανυπολόγιστα μέσα της, «πολλά τα χρόνια πάνε από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, στην πόλη των Γλωσσών. Μα η ξεροκεφαλιά σου παραμένει αδιάσειστη σαν την ασπίδα του Γκιώνη. Είχες βαλθεί να περιδιαβείς ανάμεσα σε δήθεν συγγενικούς μας λαούς, στη σκιά των ψηλότερων κορυφών του τότε γνωστού κόσμου. Δεν ήταν ολότελα άκαρπη η άγνωστη σε εμένα έρευνά σου, από ότι μου λες, αλλά νέες έγνοιες να βαραίνουν την κορμοστασιά σου διακρίνω. Και κάτι χειρότερο φέρεις πάνω σου, χθόνιο φορτίο και αλυσίδα, που το μνημείο που πατάμε δε θα δεχθεί αδιαμαρτύρητα. Ακολούθα με, αίμα μου, κι ας είναι η μνήμη του αδερφού σου για πάντα εγκλωβισμένη σε αυτόν τον κόσμο της στάχτης. Βήματα ελάχιστα μας χωρίζουν από τους ουρανούς της πραγματικής σου κοιτίδας.»
«Κάλκουλους, δεν είμαι πια το κοριτσάκι που έπαιρνες στα γόνατά σου κάποτε,» θυμός ξεχείλιζε από τη φωνή της Σιφ. «Ούτε στα πόδια σου μπλέχτηκα ποτέ, ούτε τους ιστούς των εκατοντάδων σχεδίων σου κάθισα να ροκανίσω, ούτε χάρη σου ζήτησα ως τώρα. Σου είπα αυτό που έκρινα πως έπρεπε να μοιραστώ μαζί σου για το ταξίδι μου στον Καύκασο, παρόλο που γνωρίζω πόσο αδιάφορα κοιτάς τον κόσμο αυτό. Μακριά από μένα οι νουθεσίες της Φροκέρια, γιατί γνωρίζεις πόσο κοντά στην επιφάνεια κοχλάζει η οργή μου για εσάς. Τη βοήθειά σου μονάχα επικαλούμαι απόψε, με τη δύναμη του αίματος που μας ενώνει.»
Σιωπή ακολούθησε τα λόγια της, την οποία έσπασε η ίδια μετά από λίγο, με τόνο αλλαγμένο, διστακτικά ονειροπόλο:
«Έχω ένα οδηγό τώρα Κάλκουλους, ένα νεαρό άνδρα που κρύβει από τον εαυτό του μυστικά. Μόλις αντιλήφθηκα πως η φυλακή του Νέλτον μετακινείται αργά στον κόσμο μου, πάτησα τις παγωμένες κορυφές του Καυκάσου, σύρθηκα στις σήραγγες κάτω από αυτές, βάλθηκα να επανορθώσω το παλιό μου κρίμα. Τώρα είμαι κοντά του θείε, ποτέ δεν τον προσέγγισα τόσο πολύ, μα χρειάζομαι τα μάτια του Ρόμπερτ, του αγοριού, για να αποκτήσω πρόσβαση στο δάσος.»
«Η πόλη του πριν χρόνια δέχτηκε κάποιους πρόσφυγες από την Άπω Σκυθία. Την πρώτη μου μέρα έξω από τα τείχη της, ένοιωσα την αιώνια μνήμη τους, σε μια περιοχή πλάι στο ποτάμι. Ήταν αμυδρή η ανάσα τους στον αέρα, και κυριαρχούσε πάνω της ένα αποπνικτικό στοιχειό, παραδομένο στην παράνοια, γνήσιο τέκνο του αδερφού μου, αν και οι ρίζες του ήταν κατά πολύ αρχαιότερες του αίματός μας. Δάσος του Άλμπεϊ το ονομάζουν από ότι μου είπε το αγόρι, και λένε ότι αυτό εξαφάνισε τους Αλανούς πρόσφυγες από προσώπου γης, λίγο πριν γεννηθεί ο ίδιος. Μα κάτι άφησαν πίσω αυτοί εκτός από τους ίσκιους τους. Μια από τους Καυκάσιους δώρισε στην οικογένεια του Ρόμπερτ ένα δερμάτινο φόρεμα. Μπορείς να φανταστείς, όπως κι εγώ, τι είδους τομάρι χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του.»
«Με ζώνουν φόβοι πως κάτι άφησε μέσα στην ψυχή του αγοριού αυτό το τεχνούργημα, κάτι που αδυνατώ να προσδιορίσω. Από όταν αφήσαμε πίσω μας τη Νυρεμβέργη, στα όρια των αισθήσεών μου όλων, πλαταγίζει με μεμβράνες τρόμου μια αδίστακτη σκιά καλπάζουσα, δε λέει να με αποχωριστεί μια αίσθηση επικείμενης συνάντησης. Οιωνοί διάφοροι προσπαθούσαν να με ακουμπήσουν, σχεδόν καθημερινά, και εν τέλει μου ψιθύρισαν πως το Άγριο Κυνήγι βρίσκεται στο κατόπι μας, τον Ρόμπερτ καταδιώκοντας, μα άγνωστo παραμένει για μένα το κίνητρό τους. Χτες βράδυ μου έδειξε το μαχαίρι του το αγόρι, ατσάλι με υδράργυρο, σφυρηλατημένο στη Φροκέρια, με τα αρχικά Ν.Τ. χαραγμένα στη λεπίδα. Αδερφέ της μητέρας μου, αυτό είναι το όπλο που κάποτε με διαπέρασε. Ισχυρίζεται ο νέος πως από κάποιον Καρντερόν το αγόρασε, και ψέμα δε διέκρινα στα λεγόμενά του. Βρίθει αυτή η γη από σημάδια, μα δύσκολο μου είναι να τα αποκρυπτογραφήσω. Τι αναζητεί η ορδή της άγριας δικαιοσύνης από τον Ρόμπερτ Νάσυλ; Τι σκοτεινό φωλιάζει στου Ρόμπερτ το κεφάλι, μακριά από τη σκέψη του, ικανό να θέσει το Άγριο Κυνήγι στα ίχνη του; Και τι γυρεύει το μαχαίρι του αδερφού μου στην ιδιοκτησία αυτού του Νυρεμβέργιου;»
«Στα χέρια ενός παιδιού της Εύας η λεπίδα των Σπαραγμών», μονολόγησε ο άνδρας που άκουγε στο όνομα Κάλκουλους, χαμηλώνοντας τον ήχο της φωνής του. «Αυτό είναι..»
Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω πλέον λέξεις από το σημείο που βρισκόμουν, και απορροφημένος από τη συζήτηση, από τις υπόνοιες σχετικά με το παρελθόν μου, έκανα κάποια βήματα μπροστά, πατώντας άθελά μου το χώμα του ξέφωτου. Ευθύς ο Βοριάς λυσσομάνησε, ταλάνισε τα δέντρα συθέμελα με την οργισμένη πνοή του. Τα νυχτοπούλια πέταξαν μακριά, τρομαγμένα από την ξαφνική μανία του βασιλιά των αιθέρων. Τα λιγοστά σύννεφα πλανήθηκαν γοργά στο στερέωμα, μισοκρύβοντας τη Σελήνη. Και ο ήχος οπλών ακούστηκε από ψηλά, πιο δυνατός από ποτέ, θεϊκά πέταλα κατάπιναν αμύθητες αποστάσεις προσεγγίζοντάς μας.
Στη στιγμή, χωρίς να καταλάβω πώς, βρέθηκε πλάι μου η Σιφ, ανάστατη, με φόβο στο πρόσωπό της, μα και στυγνή αποφασιστικότητα. Με λευκά φίδια έμοιαζε η κόμη της καθώς πάλευε με τον πανταχού παρόντα άνεμο. Με έπιασε από το χέρι και μου έκανε ένα ανυπόμονο νόημα να την ακολουθήσω, ευθεία πάνω στο λόφο. Έκαιγε η παλάμη της με φεγγαρόφλογα, ήταν το άγγιγμα της, κόρης, μητέρας και γριάς μαζί. Σφάλισαν τα μάτια μου από τη λάμψη που ανέδυε, δυο βήματα έκανα στα τυφλά, κι έπειτα ανοίγοντας τα βλέφαρα βρέθηκα ανάμεσα στους μονόλιθους της κορυφής του λόφου, ανάμεσα στη Σιφ και τον εκθαμβωτικό συγγενή της.
Μια ματιά ξέκλεψα στο πρόσωπο του Κάλκουλους, και ευτυχισμένος θα άφηνα να θάψουν τα κόκαλά μου, αν ήξερα πως την εικόνα αυτή θα έπαιρνα πέρα από τον τάφο μαζί μου, στην αιωνιότητα. Μέσα στις σκιές του τρίκοχου φλέγονταν δυο κεχριμπαρένιες σφαίρες, μάτια θεού, μάτια εκείνη τη στιγμή ανυψωμένα στον ταραγμένο ουρανό. Τα χαρακτηριστικά που αναπτύσσονταν γύρω από αυτά λίγη σημασία είχαν, όσο βλοσυρά και τιμωρημένα από τους αιώνες και να ήταν. Λύθηκαν τα πόδια μου, ήθελα στα γόνατα να πέσω και να λατρέψω αυτόν, τον όμοιο με δύναμη της φύσης, όσο αδιάφορη και να του φάνταζε η πενιχρή εκδήλωσή μου. Το άγγιγμα της Σιφ όμως ήταν σίδερο και φωτιά, δε μου επέτρεπε υποταγή να δείξω σε κανένα.
«Ο Λόρδος των Όρκων καλπάζει» φώναξε πάνω από τη θύελλα ο Κάλκουλους. «Όλη η ορδή σαλεύει πίσω του, κλειδαμπαρώθηκε η Αυλή των Ερινύων, φωτιές δεν καίνε παγωμένες στα τζάκια της. Σιφ, ακολούθησε με κόρη μου, παράτα τούτο τον θνητό και τον κόσμο του, παράτα και τη σκέψη του αδερφού σου.»
«Θείε, αν έχεις σκοπό βοήθεια να μας προσφέρεις απέναντί τους, για χάρη της συγγένειάς μας, κάτσε στο πλάι μου και δόξασε με Λόγο και Ατσάλι για μια φορά ακόμη το όνομα Ταρέναερ. Μα αν ασήμαντη θεωρείς του θνητού αυτού τη φλόγα, τότε στρέψε την πλάτη ευθύς, εξαφανίσου πίσω στα δώματά σου, και αίμα σου μη με λογαριάζεις πια.»
Σπίθες διέτρεξαν το σακάκι του αλλόκοσμου, χαράζοντας ακατανόητα στη γεωμετρία τους σχέδια πάνω στις σάρκες των ίσκιων. Οσμή σπηλαίων απύθμενων διέγειρε της αισθήσεις μου, και είδα τον στρατηλάτη που στεκόταν πλάι μου, μέσα από το πρίσμα των αιώνων. Από τις κορυφές των Πυρηναίων ατένιζε τις ακούραστες λεγεώνες του να μάχονται με χιονοθύελλες, αυτός, ο Αννίβας, ο Καρχηδόνιος ήλιος, ορκισμένος εχθρός των Ρωμαίων, τους ευλογούσε με το ανάστημά του. Πλάι στο Καπιτώλιο αθέατος γευόταν τη λαχτάρα των λεηλατητών του αυτός, ο Αλάριχος· άκουγε τους επιθανάτιους ρόγχους της Αιώνιας Πόλης. Σε άγνωστους για την ανθρωπότητα τόπους, οδηγούσε μια χούφτα σκιών σε ένα νησί, ενώ κόχλαζαν τα σκοτεινά νερά τριγύρω τους. Τέλος, πέρα από θάλασσες, στις άγιες ερήμους της Ιερουσαλήμ, ανάμεσα σε σωρούς πτωμάτων χριστιανών έστεκε, μαύρα τα μάτια του από αποτροπιασμό και μανία. Όχι για τη σφαγή που αυτός προκάλεσε, μα για αυτή που έφεραν από τις πατρίδες τους οι καταραμένοι Ευρωπαίοι. Σφαγή ανυπόφορη, στο όνομα ενός αδιάφορου θεού. Ακόρεστη ήταν η πείνα του για αντίποινα σε αυτούς που τόλμησαν να τον συμπαρασύρουν στην άδικη Σταυροφορία. Αυτός που με θεούς και ανθρώπους έχει αναμετρηθεί στα αμέτρητα χρόνια του, αυτός που γεννήθηκε θνητός, στις φλέβες του οποίου αίμα σαν το δικό μου έρεε, ο Χασάν-ι-Σαμπάχ του Αλαμούτ, τότε αποκήρυξε για πάντα τον κόσμο μας, αποκαρδιωμένος από την ίδια τη φύση του είδους του.
Κι όμως, ιδού! Στο ξέφωτο της καταδίκης μου, αυτός τράβηξε από την κάπα του μια λόγχη, ελαφρώς κυρτή, ολόγυρα ντυμένη με ρούνους άγνωστους σε μένα. Για πρώτη φορά έστρεψε τα πυρακτωμένα μάτια του πάνω μου.
«Στάσου πίσω μας παιδί της Εύας, και ακίνητο σαν τους αυστηρούς βράχους να είναι το κορμί σου, απρόσιτο σε κάθε κυνηγό.»
«Στάσου πίσω μας Ρόμπερτ της Νυρεμβέργης, και όπως το φεγγάρι κρύβεται από τα σύννεφα, έτσι κρυμμένο από τα μάτια εχθρών να είναι το κορμί σου,» απήγγειλε η Σιφ στρεφόμενη σε μένα.
«Στάσου πίσω μας τροφή του τάφου, και ας είναι η μνήμη σου γερή σαν ρίζες απλωμένες, κι ας είναι το χέρι σου σταθερό όταν γέρος θα γράφεις για εμάς, για τα παιδιά των Ταρέναερ. Γιατί από τα βάσανα των γηρατειών δε θα σε χωρίσει κανείς σήμερα, εγώ ο Κάλκουλους Ταρέναερ, το ορκίζομαι στο αίμα που θα ποτίσει αυτές τις πέτρες των αιώνων.»
Προχώρησαν και οι δύο μπρος μου, κι έμεινα εγώ σαν άγαλμα, δίχως να μπορώ μήτε τα μάτια να κουνήσω. Έτσι ήταν που άκουσα τους καλπασμούς να ροκανίζουν εκκωφαντικοί τη μεταξύ μας απόσταση, και είδα το Πλήθος των Οργισμένων Ουρανών να κατεβαίνει στο κατώφλι των φρουρών μου. Εκεί, πλάι στις πέτρες που μη ανθρώπινο χέρι τις λάξεψε, μπροστά σε δυο αθάνατους, σταμάτησε η Ορδή. Εκεί, στον κύκλο του Κρίματός μου, ξεπέζεψε ο Πρίγκιπας του Άγριου Κυνηγιού, και θάμπωσε το λιγοστό φως γύρω μας από τη σκοτεινιά της περικεφαλαίας του, φτιαγμένης από μαύρους ιστούς και πέτρες ονείρων και μέταλλα από πέταλα εφιαλτών. Γύρω του ατίθασοι, έτρεμαν με ανυπομονησία οι μεγαλύτεροι κυνηγοί των αιώνων.
«Κόρη του Λόγου, Αφέντη των Μονοπατιών», τους αναγνώρισε με ένα νεύμα ο Άρχων του Πλήθους. Η φωνή του ηχούσε πεντακάθαρη, αναλλοίωτη από το ουρλιαχτό των ανέμων και των δέντρων έφτανε στα αυτιά μου, και με τη σειρά μου αναγνώρισα μέσα στην ανημποριά μου, τη χροιά του μεγάλου περιπλανώμενου εμπόρου, αυτού που κάποτε μου πούλησε το μαχαίρι μου, του Καρντερόν. «Σας χαιρετώ με το σημάδι του αγκαθιού και το χαμόγελο μου.»
«Άρχοντα των Θυμωμένων Ουρανών,» ανταπέδωσε ο Κάλκουλους με μια υπόνοια υπόκλισης· η λόγχη του όμως αγρυπνούσε επιφυλακτικά. «Χρόνια δυσθεώρητα μας χωρίζουν από την τελευταία μας συνάντησή. Χρόνια και αποστάσεις τεράστιες. Μακριά από τα παλάτια σου σε βρίσκει αυτή η νύχτα.»
«Η αναζήτηση της λείας μας δε γνωρίζει πατρίδες, μήτε μέρη απάτητα. Εδώ και νύχτες ψάχνουμε το θήραμά μας, Κόρη του Λόγου, αυτόν που με μαεστρία προσπαθείς κάθε βράδυ να κρύψεις από τα μάτια μας. Μα ξέρεις πως δεν έχει ο πατέρας σου παρά ελάχιστη εξουσία πάνω μου, ούτε κι εσύ. Ακούω την καρδιά του να χτυπά ξέφρενη, είναι κοντά μας, νομίζει κρυμμένος πως είναι, μα τα μάτια μου δε μπορείς να ξεγελάσεις εσύ, τυφλή Σιφ.»
Έκανε ένα βήμα μπρος, μα η μικρή που ως τότε σιωπούσε του έκλεισε το δρόμο και φώναξε, κάνοντας τη γη να τρέμει:
«Γιε του Ενστίκτου και της Δικαιοσύνης, σε δένω με το πραγματικό σου όνομα ΜΙΧΑΝΑΕΛ ΜΕΛΛΙΚΕΝΣ, σε δένω τρεις φορές, όσες οι νύχτες που έζησε ο γιος σου, σε δένω με τη δύναμη του Λόγου, πραγματικού πατέρα μου, από τα πόδια σε κρεμάω στα ουράνια νύχια, εσένα και το πλήθος που ορίζεις. Τρεις νύχτες να καλπάζετε στα αναθεματισμένα μονοπάτια ανάμεσα στα άστρα, εσείς, η ορδή της Μάταιης Εκδίκησης.»
Τα υποζύγια των καβαλάρηδων χλιμίντρισαν, έκρωξαν, κινήθηκαν ανήσυχα. Βαθιά ομίχλη εισέβαλε από τα ανατολικά, και μέσα της χάθηκε το Άγριο Κυνήγι. Μα ο Άρχων του μπρος στη Σιφ παρέμεινε, και το αθάνατο ελάφι μαζί του. Και γέλασε ο Μιχάναελ Μέλλικενς, γιατί είδε πως δεν είχε πάνω του εξουσία ο Λόγος ούτε η κόρη Του. Και τράβηξε τη λόγχη του από τη σέλα, κατάμαυρη, πέτρινη. Και έστρεψε την πολυεδρική αιχμή της προς τους δυο φύλακές μου.
«Γέννημα του Λόγου, δεν έχεις πάνω μου δικαιοδοσία, όπως προφήτεψα στιγμές πριν. Ανέσυρες από τις ομίχλες του χρόνου το όνομα που κάποτε κράταγα κρυφότερο του προσώπου μου. Μα όχι πια Σιφ,δεν υπάρχει ανάγκη να κρύβομαι, φρόντισε ο αδερφός σου για αυτό. Όταν απόξενε από πάνω μου το στίγμα της μητέρας μου, άθελά του καυτηρίασε και το όνομά μου. Εκεί, στη φυλακή που του χάρισες με δίκαιη απανθρωπιά, με αλλοίωσε για πάντα, όσο κι αν άργησα να το συνειδητοποιήσω. Δεν είμαι πια αυτός που κάποτε ένωσε μαζί σου λεπίδα και ρίμα ενάντια σε πολιτισμένα στίφη,» σημείωσε κοιτώντας τον θείο της Σιφ. «Στο όνομα της αδερφής σου Κάλκουλους, απευθύνω έκκληση σε εσένα να απομακρύνεις την ανιψιά σου. Μονάχα ενός Ταρέναερ το αίμα λαχταρά να γευτεί η Σχιζοφρένεια, και αυτός δεν είναι κάποιος από τους δυο σας. Αλλά κανείς δε στέκεται ανάμεσα στον Άρχοντα του Άγριου Κυνηγιού και το θήραμά του, όχι όταν η νύχτα σκούζει για Εκδίκηση.»
«Πες μου άρχοντα Μιχάναελ, τι έχει σημαδέψει τα χέρια του ανθρώπου αυτού, ποιανού το αίμα σας κάλεσε από τα άχραντα παλάτια, διψώντας για το δικό του; Σου λέω πως όρκο ιερό έχω μόλις πάρει, να μην αφήσω κακό να πέσει πάνω του όσο περνά από το στόμα και τη λόγχη μου. Μα στο όνομα περασμένων αγωνιών και σιωπηλών συζητήσεων που μοιραστήκαμε, αποκάλυψέ μου το λόγο για τον οποίο πρόκειται τη ζωή μου να πετάξω πάνω στη μαύρη Σχιζοφρένεια, αυτό το τεχνούργημα που πρώτη φορά αντικρίζω, δόρατο αντάξιο θεού.»
«Το φριχτότερο των αμαρτημάτων διέπραξε, αδελφοκτονία, στα χνάρια του Κάιν βάδισε. Την αδερφή του έχει σκοτώσει πριν χρόνια, και το αίμα της παγωμένο παρέμεινε στο έδαφος που πατάμε, κάτω από τις Πέτρες του Κρίματός του. Μα πάντα βρίσκει τρόπο η κραυγή του αδικοχαμένου να φτάσει στα παλάτια μου, και δε μπορώ να ηρεμήσω δίχως στυγερή δικαιοσύνη να παραδώσω. Για έναν αδελφοκτόνο θνητό θα θυσιάσεις το αίμα αιώνων Κάλκουλους; Κάνε στην άκρη, και πάρε τη Σιφ από το διάβα μου.»
Ο Κάλκουλους γύρισε προς το μέρος μου, κι ένοιωσα τους κεχριμπαρένιους ήλιους να διαπερνούν την ψυχή μου, ψάχνοντας, γυρίζοντας τις σελίδες των αναμνήσεών μου. Η Σιφ, στο άκουσμα των τελευταίων λόγων του Μέλλικενς είχε στραφεί στιγμιαία προς εμένα, και ήταν η έκφρασή της λευκή απορία και μαύρη οργή. Επέστρεψε να αντικρίζει τον Άρχοντα, μα είχαν οι ώμοι της κυρτώσει, σα να τη βάραινε φορτίο ασήκωτο.
«Σιφ πάρε τον Ρόμπερτ και ακολουθείστε το μονοπάτι που με έφερε εδώ.» είπε στωικά ο Κάλκουλους ζυγιάζοντας τη λόγχη του στο αριστερό χέρι, στρεφόμενος προς τον αντίπαλό του. «Δεν οδηγεί στη Σουρμαέησλα,» είπε αισθανόμενος τη διστακτική άρνηση της Σιφ, «σε χώματα ασφαλή θα πατήσουν τα πόδια σας, χώματα αυτού του κόσμου. Βιαστείτε!», φώναξε καθώς ο Μέλλικενς με αφύσικη ταχύτητα έπεφτε πάνω του, μια βαθύτερη θολούρα στη σκοτεινιά της νύχτας, με αγκάθι τη μύτη του αεικίνητου δόρατός του.
Η Σιφ σαν χαμένη με τράβηξε από το χέρι, σπάζοντας τα ξόρκια της ακινησίας από πάνω μου. Με δύναμη απάνθρωπη με τράβηξε προς το σημείο που μέχρι πριν λίγα λεπτά καθόταν ο θείος της, εκεί που υπήρχε, όπως πρόσεξα για πρώτη φορά, ένας κύκλος στο γρασίδι οριοθετημένος από θραύσματα κάποιας γυαλιστερής πέτρας. Καθώς πατήσαμε εντός του, έριξα μια ματιά πίσω. Ο Κάλκουλους παρέμενε όρθιος κάτω από τις αμείλικτες επιθέσεις του Μέλλικενς, προσπαθώντας με υπεράνθρωπη δεξιότητα να αμυνθεί απέναντι στη λόγχη των Βοώντων Ουρανών, μα ήδη αιμορραγούσε, και το αίμα του είχε βάψει τις πέτρες του μνημείου. Έκλεισα τα μάτια δακρυσμένος, χολωμένος, καθώς γύρω μου ο κόσμος κατέρρεε με ασφυκτική ταχύτητα.»