"/assets/images/fer.jpg", "height"=>100, "width"=>100}" />
Εδώ το δεύτερο μέρος
V. Στο Δάσος του Άλμπεϊ
«Δεν είσαι χώμα, μήτε σάρκα αγκαλιάζει τα οστά σου. Εμείς διψάμε για τα ζεστά σημεία κάτω από την πέτσα του δάσους, κάτω από τους βωμούς του σάπιου κρέατος, κάτω από τις κουβέρτες της σκέψης. Τη βρώμα των καιόμενων οπλών που περιστρέφονται γύρω από προσωπεία λαχταράς, το Κενό Ευαγγέλιο θα σου διδάσκουμε διδάσκοντας τον εαυτό μας. Πεθαίνουμε κάθε στιγμή πάνω στα νεογέννητά μας, η Λεγεώνα είναι αιώνια, με το βουητό της μύγας σέρνεται πάνω σε άκρα δύο. Νομίζει αυτός πως τα τυφλά μας σώματα ορίζει, αλλά τα άκρα του τα ίδια ξεχειλίζουν από το πύον μας. Νεκρός βασιλιάς στους λόφους με τις πόλεις των πτωμάτων είσαι, γιε μας.»
Αναθεματισμοί σαν αυτούς με τυραννούσαν μέχρι να ανακτήσω τις αισθήσεις μου. Από ότι μου είπε αργότερα η Σιφ, το ιλιγγιώδες ταξίδι διαμέσου των μονοπατιών που κρύβονται πίσω από τον κόσμο, όπως και το αίσθημα του χαμού που το συνόδευε, δε διήρκεσε παρά στιγμές μόνο. Μα εγώ σημαδεύτηκα από φλεγόμενους αιώνες, τροχούς πύρινους, και ήταν μεγάλη η προσπάθεια να επανορθώσω το μωσαϊκό της υπόστασής μου.
Κοιτώντας γύρω διέκρινα ένα πνιχτό υφαντό από δέντρα. Ιτιές, έλατα, δρύες, και άλλα που δεν είχα ποτέ αντικρίσει στα δάση της πατρίδας μου, όριζαν το αποπνικτικό τοπίο. Ήταν οι κορμοί τους πορώδεις, τουλούπες αχλής σχηματίζονταν γύρω τους, σα να εξέπνεε κάθε φυτό με σπαραγμούς μακάβριους. Ο ουρανός ήταν χαμένος ανάμεσα στα κλαδιά και τα αρρωστημένα φύλλα, όπως απόψε ξένε. Το έδαφος πλημμυρισμένο με τεράστιους μύκητες, γυάλιζε από την υγρασία, και έδειχνε να σαλεύει, λες και τεράστια σκουλήκια κατοικούσαν στις αρτηρίες του. Τα χνώτα του κάποιος δαίμονας πρέπει να είχε αφήσει κοντά μας, γιατί πως να εξηγήσεις αλλιώς τη βρώμα που μας έπνιγε;
Πεσμένος στα ριζά ενός άγνωστου δέντρου γέμιζα με αποτροπιασμό για τη μοίρα που μας έφερε σε αυτή την αρχέγονη κόλαση. Να σηκωθώ δεν πρόλαβα πριν η Σιφ σταθεί μπροστά μου, με οργή απέραντη στο πρόσωπό της.
«Με την κοιλιά να σέρνεσαι όσο να διατάξω αλλιώς,» βούισε η φωνή της με απόκρυφο δηλητήριο, και αχρηστεύτηκαν τα άκρα μου. Έμεινα να σφαδάζω εκεί σα φίδι χτυπημένο, ενώ αυτή απομακρύνθηκε, χάθηκε στις σκιές του στοιχειωμένου δάσους. Έλεγα μέσα μου πως προτιμούσα την καθαρή αιχμή του Άγριου Κυνηγιού από αυτή τη μοίρα του παράλυτου. Και εκλιπαρούσα όποιους θεούς άκουγαν, εκεί μέσα στις λόχμες, να με λυτρώσουν με ένα γοργό κεραυνό, με τα δόντια ενός αρπακτικού, με τρόπο αστραπιαίο να μου πάρουν τη ζωή, γιατί οι αναθεματισμοί των σκουληκιών του νου μου επέστρεφαν:
«Όταν σηκώνεις το βλέμμα στα αστέρια, τα παρατηρούμε και τα χλευάζουμε. Γιατί εμείς είμαστε το αμόνι, το καθαρτήριο και ο απόπατος μαζί. Όταν κοιμόμαστε δεν αναπαυόμαστε πια, η μικρή δημιουργός μας βάζει γκέμια και σχοινιά, και με το βλέμμα του ήλιου δεν ξυπνάμε γιατί δεν κοιμηθήκαμε ποτέ. Η Λεγεώνα υπακούει στο Λύκο, ταπεινωτικά. Στο Θρόνο του δέρματος μας έχρισαν βασιλιά, όχι υπήκοο. Κενή ποτέ η φιλοδοξία μας, μόνο η βούλησή μας ραγίζει.»
Η Σιφ επέστρεψε μετά από λεπτά ή ώρες, αδύνατο μου ήταν να μετρήσω το πέρασμα του χρόνου, καθώς ούτε ήλιος, ούτε αστέρια διαπερνούσαν τα βλέφαρα του δάσους. Επέστρεψε όμως η κοπέλα, και στάθηκε μπροστά μου, και σταμάτησαν οι φωνές, και είδα πως ήταν κάτασπρο το δέρμα της, περισσότερο από άλλες φορές, και ήταν τα γόνατά της ματωμένα. Και μου μίλησε με φωνή ήρεμη, ψυχρή κι αποφασισμένη, σαν τη λεπίδα που φώλιαζε στη ζώνη μου:
«Χρόνια πολλά, κάποιους αιώνες πρωτύτερα, γεννήθηκα στο Βορρά. Οι γονείς μου ήταν εξόριστοι, διωγμένοι από τις πατρίδες τους, τόσο μακρινές η μία από την άλλη. Ο πατέρας μου παιδί του κόσμου μας, η μητέρα μου κυνηγημένη από τις πύλες του δικού της. Παιδί του Λόγου με λένε, και αυτή είναι η πατρική κληρονομιά μου, δύναμη και αδυναμία μου. Κόρη της Λίστια με λένε, και έχω για μητρική κληρονομιά έναν κόσμο ολόκληρο. Με δίδαξαν και οι δυο τους, μου έμαθαν να ζω με την αναπηρία μου. Με δίδαξαν και τα άστρα στο σκοτάδι, όλοι τους δάσκαλοι που δε μπορώ ποτέ να αντικρίσω. Έμαθα για τις στράτες που μπορώ να διαβώ, για τις εμπειρίες που περιμένουν να τρυγηθούν σε ολόκληρη τη δημιουργία. Έμαθα και για το θάνατο, και ορκίστηκα ποτέ να μην του υποταχθώ, να μην αφήσω τον συλλέκτη των ψυχών να με χωρίσει από τα θαύματα που ακόμη δεν έχω βιώσει. Με υπάκουσε τότε ο θάνατος, γιατί είμαι κόρη του Λόγου και είναι κι αυτός υποτελής του πατέρα μου, κι ας μην το γνώριζε έως τότε.»
«Είχα έναν αδερφό μικρότερό μου, δυο χρόνια μας χώριζαν. Και αν ήμουν εγώ τέκνο του Λόγου, αυτός από τα σκέλια του Παραλόγου προήλθε, από τις άγονες σκιές του παρελθόντος και του μέλλοντος, από τη σκόνη του ασυνείδητου χρόνου. Αυτός ήταν που μου έμαθε για το θάνατο, ενώ με μια λεπίδα διαπερνούσε τα πλευρά μου ένα βράδυ στο δάσος. Με την ίδια λεπίδα που βρήκε το δρόμο για τα χέρια σου, αυτή που συνεχίζεις να κουβαλάς πάνω σου, παρά την προειδοποίησή μου. Και εκεί, αιμορραγώντας ανάμεσα στους άκαμπτους συντρόφους της παιδικής μου ηλικίας, πήρα τον όρκο της αθανασίας, εκεί πέρασα χαλινάρι στο θανατικό. Και τον αδερφό μου τον κυνήγησα μέσα στη νύχτα της σκοτεινής ψυχής του, και τον έπιασα, και τον έδεσα με τη μιλιά μου για χρόνια αμέτρητα να τριγυρνά σε ένα τοπίο πιστό αντίγραφο της μοχθηρίας του, πίνακα τεχνοτροπίας αντίστοιχης με αυτήν της τρέλας του. Εκεί να κλωσάει το δηλητήριό του, να γεμίζει με αυτό τα βέλη του, αποκομμένος από την υπόλοιπη πλάση, τόσο ακίνδυνος για τον κόσμο όσο ο θάνατος για μένα.»
«Μα είναι το Ένστικτο ισάξιο της αδερφής του, της Λογικής. Να σπάσει τα δεσμά μου δε μπορούσε ο αδερφός μου, αλλά να τα λυγίσει στις άβουλες ορέξεις του κατάφερε, κι έτσι το Δάσος του Άλμπεϊ, όπως το ξέρεις, φυλακή του δίχως ρωγμή, ανέβλυσε στον κόσμο μας, μακριά στις ερημιές της Ανατολής, μέσα στο κουφάρι ενός άλλου πανάρχαιου άλσους. Σαν κακοφορμισμένο τραύμα στο σώμα, μπολιάστηκε με παράσιτες επιθυμίες και πλάσματα αφοδευμένα από τα όνειρα των ανθρώπων. Σαν καρκίνος μεταστάθηκε πέρα από την αρχική του τοποθεσία, καταπίνοντας έναν λαό στα βάθη του, απεριόριστο από τα δεσμά που θέτει η πραγματικότητα στα όντα της.»
«Είχα υπόνοιες, προαισθήματα, που όμως για χρόνια γλιστρούσαν από το νου μου πριν δώσουν προειδοποιητικούς καρπούς. Όταν κατάλαβα πως η φυλακή του σέρνεται στον κόσμο, ταξίδεψα σε εκείνα τα βουνά, στη σκιά των οποίων λέγανε πως εμφανίστηκε. Μα ήταν ήδη αργά και μόνο ελάχιστα απομεινάρια της φυλής που καταβρόχθισε κατάφερα να βρω. Ένα από αυτά κουβαλάω από τότε, μια παράξενη εικόνα που κρύβω πάνω μου, για την οποία με ρώτησες χτες. Είναι αντίγραφο μιας τοιχογραφίας που βρήκα κάτω από τον Καύκασο, σε βάθη που αμφιβάλλω αν πλάσμα που αναπνέει είχε βρεθεί ποτέ ξανά. Ένα κομμάτι του αινίγματος κι αυτό, όπως και τα αποψινά λόγια του Μέλλικενς, γλιστράνε όλα μαζί αργά στη θέση τους μέσα στο καλειδοσκόπιο του μυαλού μου. Έτσι ήταν που γλίστρησε γύρω μας απόψε αναπάντεχα και η θηλιά της παγίδας του Νέλτον, του αδερφού μου. Έτσι λοιπόν εσύ κι εγώ, τραγικό παιδί της Νυρεμβέργης, βρισκόμαστε στο Δάσος του Άλμπεϊ, στη φυλακή του αίματός μου.»
«Πραγματικός προορισμός μου ήταν αυτό το δάσος, το μόνο ψέμα που σου έχω πει, για να δεχτείς να βάλεις τα μάτια σου στη δούλεψή μου. Γιατί τα μάτια σου Ρόμπερτ είναι ανάμεσα στα ελάχιστα αυτού του κόσμου που μπορούν να διαπεράσουν το πέπλο που ρίχνει πάνω του το Άλμπεϊ όταν θέλει να μείνει άφαντο. Και αυτό το χάρισμα προέρχεται από το παρελθόν σου Ρόμπερτ, από λεπτομέρειες άγνωστες, σχετικές με την κύηση, ίσως και με τη σύλληψή σου. Οι αισθήσεις μου πολλές φορές σωπαίνουν όταν εξηγήσεις ζητώ για τις πληροφορίες που μου παρέχουν.»
«Μα δεν σκόπευα ποτέ να βρεθούμε εντός των γενειοφόρων αλσών, μονάχα στην περιφέρειά του να πλοηγηθώ μαζί σου, και να προσπαθήσω να εξορίσω από τη γη αυτή τη φυλακή του αδερφού μου. Κι όμως, άφησα την οργή μου να είναι πλοηγός μέσα στις αίθουσες της Άγκαρθα, τα περάσματα πίσω από τον κόσμο, που χρησιμοποιήσαμε για να ξεφύγουμε από τον Άρχοντα του Άγριου Κυνηγιού, και δίχως δυσκολία μας άρπαξε η γροθιά του αιχμαλώτου, σέρνοντάς μας με τους δικούς του όρους στο βασίλειό του.»
«Ήταν η οργή μου αυτή που προήλθε από την ιστορία της παρανοϊκής δολοφονίας που κρυβόταν στους αραχνιασμένους διαδρόμους του μυαλού σου. Δίκαια μου την έκρυψες, όπως την έκρυβες από τη συνείδησή σου, αλλά τραύματα σαν αυτό αργοχύνουν πύον και σκουλήκια μέσα σου, όσο βαθιά και να κοιμούνται. Λίγο από αυτό το φαρμάκι έσταξε πάνω μου όταν είδα την τραγική ομοιότητα της μοίρας των τέκνων της οικογένειάς σου με αυτή της δικιάς μου. Κάτι έσπασε μέσα μου σαν σκέφτηκα πως ενός αθάνατου το αίμα άφθονο θα έρεε για να καλύψει ενός θνητού αδελφοκτόνου την απόδραση, ενός μιάσματος ίδιου με τον αδερφό μου.»
«Με θυμό δυσθεώρητο σε εγκατέλειψα εδώ, φροντίζοντας να είσαι αβοήθητος, μια πράξη άσχημη, εξευτελιστική, που δεν έχει προηγούμενο στον μέχρι τώρα βίο μου. Βάδισα στα μονοπάτια του δάσους, κραδαίνοντας σαν σκοτεινό πυρσό την απελπισία, γιατί σίγουρη ήμουν πως βοήθεια καμία δε θα έβρισκα στο Δάσος. Κι όμως, κάτι σάλεψε ανάμεσα στις βρυοκάλυπτες πέτρες που κάποτε ήταν τα κόκαλα ενός υπαίθριου βωμού, αφιερωμένου σε κάποια ξεχασμένη θεότητα των στεπών. Ο ίσκιος ενός παλιού προσκυνητή ήταν, σχεδόν εξαϋλωμένος από τους εφιάλτες αυτών των χωμάτων. Τον στήριξα όμως, και του έδωσα τροφή κατάλληλη για τις σκιές, και μου μίλησε με τον τρόπο που μιλάνε οι ίσκιοι. Έμαθα πολλά, αλήθειες ανάκατες με ψέμματα πολλά υποψιάζομαι, γιατί γνωρίζω πως κι αν αγαθή έμοιαζε η ξεφλουδισμένη ύπαρξη του αρχαίου φάσματος, τα δάχτυλα του αδερφού μου είναι πανταχού παρόντα μέσα στο Δάσος, όπως και οι φλόγες της τρέλας του.»
«Ρόμπερτ, αληθινά τώρα γνωρίζω πως είσαι ένα ξέφτι στο υφαντό της ειμαρμένης, φταίξιμο δε σου προσάπτω, όσο και να κρύβεται στη φωνή σου το ασυνάρτητο γέλιο του Νέλτον, εκείνο που θρυμμάτιζε τα αυτιά μου όταν προσπάθησε να με σκοτώσει. Είναι σαρκαστική η μοίρα, και επινοεί ειρωνείες τραγικές, στις οποίες όσο κι αν αρνούμαι να συμμετάσχω, μπροστά μου ανοίγεται η αυλαία τους. Μονάχα να μπορούσα το πρόσωπό σου να κοιτάξω, όπως κάποτε λαχταρούσα το πρόσωπο του αδερφού μου να διακρίνω. Περπατά ο θάνατος μαζί σου Ρόμπερτ, μέσα σου, μα όσο είσαι πλάι μου σου ορκίζομαι, με λέξη και νύχια και με το αίμα μου το αθάνατο θα σε κρατήσω μακριά του. Σήκω παιδί της μοίρας, και είθε ποτέ ξανά τα άκρα σου μη σε προδώσουν.»
Καθώς επανακτούσα των έλεγχο των μελών μου, μυριάδες ερωτήματα μου ταλάνιζαν το μυαλό, και έκαιγε η ψυχή μου για απαντήσεις. Κρυπτικά ήταν πολλά από τα λεγόμενα της Σιφ. Ψιθύριζε μέσα τους η ελπίδα για συμβιβασμό με τις επαναποκτηθείσες μνήμες μου, όμως ήταν το δηλητήριο των σκουληκιών νωπό από τις ομιλίες τους μέσα στο μυαλό μου, μου έπνιγε τη σκέψη, αβάσιμο μένος μου δημιουργούσε, και μια υποψία φρικτή:
«Με ξεγέλασες Σιφ, νομίζοντας πως ποτέ δε θα επέτρεπα στα πόδια μου να διαβούν το κατώφλι αυτού του καταραμένου μέρους. Εγώ σου είχα υποσχεθεί πως ακόμη και στο Δάσος του Άλμπεϊ θα σε συντρόφευα για τη βοήθεια που πρόσφερες στο σώμα και την ψυχή μου, και να που σκοτεινός οιωνός αποδείχθηκαν εκείνα τα ασύνετα λόγια. Μα εσύ, πρώτα σαν κουφάρι με αφήνεις ανάμεσα στα σαλεμένα δέντρα, κι έπειτα γυρνάς συγχώρεση κρυφή να μου ζητήσεις.»
«Απάντα κόρη αιώνια σε αυτή μου την ερώτηση, πριν λυτρωτικά για σένα αποφασίσω να σε ακολουθήσω. Είναι από τότε που σε γνώρισα ο ύπνος μου βαθύς, δίχως όνειρα κάθε βράδυ, αλλά καμία ανακούφιση σωματική δε μου προσφέρει. Τα μέλη μου γιατί σα γέρου τα νοιώθω κάθε πρωινό, σα να έτρεχα ολοβραδίς μέσα σε λαγκάδια κυνηγώντας; Πως γίνεται και είναι κάθε μέρα η φωτιά μας γεμάτη με φρέσκο κρέας;»
Θλίψη διαγράφηκε στο πρόσωπό της, μαζί με κάτι άλλο, που εγώ μέσα στην αργόσυρτη μανία μου εξέλαβα για ενοχή. Και πριν προλάβει να απαντήσει, έφτυσα λόγια πάνω της, κουβέντες αλόγιστες και κατάρες:
«Γυμνώθηκε απόψε η φύση σου, διεστραμμένη είσαι, σαν τις αρχαίες μάγισσες από τις οποίες σίγουρα κατάγεσαι, και μέσα σου έρπουν φίδια και γεννοβολάν οι έχιδνες. Ξέρε λοιπόν πως μόνος μου θα πορευτώ στο εξής, ώσπου να καταφέρω να επιστρέψω στον κόσμο που με γέννησε, ειδάλλως θα πεθάνω προσπαθώντας. Μακριά οι όρκοι σου, μακριά το δηλητήριό σου από μένα.»
Έφυγα τρέχοντας, μισότυφλος μέσα στα παρανοϊκά μονοπάτια του Άλμπεϊ. Τόξο και βέλη είχα αφήσει πίσω στο ξέφωτο του κόσμου μας, μόνο το πιστό μου μαχαίρι είχα για να προστατευτώ από τους εφιάλτες που θαρρούσα πως με παρατηρούσαν από τις σάπιες κουφάλες και τους αμαρτωλούς θάμνους. Σίγουρα σώφρων άνθρωπος ποτέ δε θα άντεχε τη μαρτυρική αυτή πορεία που ακολούθησα τότε, μέσα από ρεματιές αιώνια μολυσμένες από τις φωνές φασματικών νυμφών. Κρύφτηκα πλάι σε έλη βρωμερά που έβριθαν με κοάσματα νεογέννητων αμφιβίων, το σύρσιμό τους μια επίκληση για τροφή προς τους κυρτωμένους τριχωτούς γονείς τους. Φωσφορισμοί αερίων προμήνυαν θάνατο με κάθε σπίθα τους που θύμιζε φωτιές του Αγίου Έλμο. Τα δέντρα, αυτοί οι μοχθηροί καλόγεροι, με είδαν να έρπω κάτω από θάμνους που διύλιζαν τις υγρές ουσίες πρησμένων πτωμάτων. Πίσω από τα φυλλώματα αγκαθωτών κισσών αόρατα στόματα μου απεύθυναν ερωτήσεις άξιες μόνο για φιλοσοφικές συζητήσεις ανάμεσα σε αφρίζοντες τρελούς. Πέρασα γύρω από ένα φυτικό αμφιθέατρο όπου, αυτοπροσδιοριζόμενες ως σοφές, ρίζες μανδραγόρα δίδασκαν σε ανθρώπινες τρίχες πως να βαδίζουν κάτω από τον συννεφιασμένο νυχτερινό ουρανό στην αναζήτηση τροφής. Γεύτηκα τους ατμούς που άχνιζαν από μια χοάνη στο αρρωστημένο χώμα, στα τοιχώματα της οποίας φώλιαζαν κινούμενοι μύκητες και προσευχές μαινάδων που δόξαζαν τις ασυνάρτητες σκέψεις της ιερής μέθης τους. Οι ατμοί αυτοί με ζάλισαν, αποκαλύπτοντάς μου πως όχι ένας αλλά τρεις ήμουν, τρία μυαλά ξέχωρα εντός μου, που έτυχε να γεννηθούν στο ίδιο κουκούλι. Σκεφτήκαμε και οι τρεις, και συμφωνήσαμε πως ήταν συνετό να σχίσουμε τις μεμβράνες που μας κράταγαν δέσμιους, και να χαράξει ο καθένας μας πορεία προς το εσωτερικό της τρύπας που εξέπνεε στοργικά πάνω μας. Διαφωνία όμως υπήρχε για τη σειρά με την οποία θα παρουσιάζαμε τις προσφορές μας στη Μητέρα Τρύπα, και συνέχισε η διαφωνία μέχρι που ένα φως μας άγγιξε και καθάρισε από πάνω μου τις ψευδαισθήσεις και ήμουν ξανά ένας και όχι τρεις σε έναν.
«Συγχώρα με» είπε η Σιφ ακτινοβολώντας σαν φάρος ανάμεσα στις ομίχλες της Παράνοιας, «μα ήταν σκέτη τρέλα να σε αφήσω μόνο να πλανιέσαι στο μυαλό του αδερφού μου δίχως την προστασία που μπορώ να σου προσφέρω. Πράγματι,» απολογήθηκε, σφίγγοντας τις γροθιές της στις πτυχές της κάπας, «μάντεψες σωστά πως ο ύπνος σου μόνο ως ασυνήθιστος μπορεί να περιγραφεί. Μόλις τα μάτια σου έκλειναν, το λογικό σου ταξίδευε στα χείλη μου, εισέπνεα τη συνείδησή σου, κι έμενε το σώμα σου ένας ναός του ενστίκτου, άξιος κυνηγός, άξιος ιχνηλάτης, άφθαρτος απέναντι στην κούραση. Έτσι ήταν λοιπόν που εξασφαλίζαμε τροφή, γιατί μήτε εγώ με το ανάστημά μου, ούτε εσύ με την αρχική σου εξάντληση, μπορούσαμε να ψάξουμε για φαγητό που σου ήταν απαραίτητο. Λάθος μου ίσως είναι που δε στο ανέφερα πρωτύτερα, αλλά όταν με της αβύσσου τη γέφυρα ασχολείσαι, κάποιοι κανόνες σε δεσμεύουν. Ξέρε όμως Ρόμπερτ πως είσαι πια απρόσβλητος από τα Λόγια αυτά. Δεν έχω εξουσία πάνω σου, προστασία σου προσφέρω ελεύθερα, για την ατιμία που σου έκανα. Μείνε κοντά μου Ρόμπερτ όσο βαδίζουμε στο δάσος. Μείνε κοντά στη Λογική.»
Με ζέστανε το φως της, και ηρέμησε ο νους και το σώμα μου. Έπεσα στα πόδια της να απολογηθώ, γιατί ήξερα πως δίχως τη Σιφ θα είχα πεθάνει από πείνα και τρέλα προ πολλού, μα αυτή με σήκωσε, και μου ψιθύρισε:
«Είσαι τα μάτια και των δυο τώρα Ρόμπερτ. Οδήγησε κι εγώ θα ακολουθήσω, θαμπωμένες είναι οι εσωτερικές αισθήσεις μου μέσα στους ιστούς του αδερφού μου.»
«Την ανατολή και τη δύση αδυνατώ να καθορίσω, χαμένοι ο βοριάς κι ο νότος, δίχως αστέρια είναι ο κολασμένος ουρανός πάνω μας. Αδύνατο μου είναι να προσανατολιστώ, αλίμονο, αν η αόμματη εμπιστεύεται τον τρελό να ακολουθήσει, τότε χαμένοι είμαστε.»
Όμως δεν πρόλαβα να αποτελειώσω την πρόταση, και ένοιωσα μια θέρμη στη μέση μου, εκεί όπου το κυνηγετικό μαχαίρι αναπαυόταν στη ζώνη μου.
«Μα στάσου!» φώναξα. «Πνοή φυσά από εκεί που η σκοτεινιά δείχνει να κυριαρχεί λιγότερο, και ήχο τρεχούμενου νερού αρχίζω να ακούω. Δώσε μου το χέρι σου.»
Και παίρνοντας την παλάμη της στη δικιά μου, ακολούθησα ανάποδα τη ροή ενός ρυακιού που χύνονταν στην τρύπα η οποία κόντεψε να γίνει τάφος μου. Δεν το είχα προσέξει μέχρι τότε μέσα στην παρανοϊκή φυγή μου. Τώρα έβλεπα, καθώς βαδίζαμε στην αριστερή όχθη του, πως πήγαζε από μια πόλη που αχνά διακρινόταν στον ομιχλιασμένο από υγρασία και μοχθηρά φυτά ορίζοντα. Το ρεύμα του αργοκυλούσε, διάστικτο με φυσαλιδωτές φρικαλεότητες, που σε συνδυασμό με το γκρίζο χρώμα του μου θύμιζαν το άγαλμα έξω από εκείνο το πανδοχείο στη Νυρεμβέργη. Μακρινό παρελθόν μου έμοιαζε η ανάμνηση, όμως θυμήθηκα την επιγραφή του σιντριβανιού, “Tarenaer Homunculi”, και σκέφτηκα να ρωτήσω τη Σιφ για αυτήν, καθώς το επώνυμό της οικογένειάς της ήταν το πρώτο σκέλος του ρητού.
Σταμάτησε ευθύς το βήμα της, και έμεινε να συλλογίζεται. Τα χαρακτηριστικά της πρόδιδαν τις αρχές μιας φρικιαστικής αποκάλυψης που λάμβανε χώρα στο μυαλό της.
«Ρόμπερτ, σου υπόσχομαι πως ψέμα πια δε θα σου πω,» δίστασε στρεφόμενη μακριά μου. «Είναι κάποια πράγματα, υπόνοιες ακόμη στο μυαλό μου, πλάνες ή αλήθεια δε γνωρίζω, που δε μπορώ με καλή θέληση να σου αποκαλύψω. Για το δικό σου το καλό, γιατί στο άκουσμά τους θαρρώ πως θα κομματιαστεί εκείνη η γέφυρα που τόσο γλαφυρά μου περιέγραψες όταν πρωτοσυναντηθήκαμε, η γέφυρα της λογικής. Όμως σου δίνω τώρα το φορτίο μου, αυτό που έφερα μαζί μου από της στέγη του κόσμου. Αν θες να κολυμπήσεις στην άβυσσο της τρέλας δε θα σε εμποδίσω, μπορείς να χαρίσεις στα μάτια σου την εικόνα που κρύβεται κάτω από αυτά τα δερμάτινα καλύμματα και να μάθεις για το νόημα του αγάλματος της πηγής,» είπε περνώντας μου το πακέτο που δεν ήταν βιβλίο. «Αλλά σου επαναλαμβάνω πως η πλάνη είναι τρανή αρχόντισσα μέσα σε αυτό το βασίλειο που διαβαίνουμε, και όσο αθώα κι αν θέλουν να παρουσιαστούν τα μυριάδες αγγίγματά της, ξέρε πως δολερό είναι το τομάρι που ενδίδονται.»
Περιεργάστηκα το μπογαλάκι. Ήταν ελαφρύ, ελαφρύτερο από όσο έμοιαζε. Το δέρμα που το κάλυπτε ήταν επεξεργασμένο, στο χρώμα κακοφορμισμένης πληγής. Σημάδια ή σύμβολα δεν διέκοπταν τη μουντή επιφάνεια. Στο εσωτερικό φώλιαζε κάτι άκαμπτο, στο μέγεθος μικρής ταφόπλακας, σαν αυτές που είχαμε τοποθετήσει πρόχειρα πλάι στη μεγάλη πυρά της πόλης. Θέριεψε η περιέργειά μου, έψελναν και τα σκουλήκια του νου μου υπέρ της αποκάλυψης. Όμως ξένε, αν είχες στα χέρια σου βουλωμένη επιστολή που έκρυβε τη μέρα του θανάτου σου, αναρωτιέμαι αν θα έβρισκες κουράγιο να την διαβάσεις, ξέροντας έπειτα πως κάθε ανάσα που τραβάς θα είναι σαν κόκκος αριθμημένος στην κλεψύδρα της ζωής σου; Έτσι ένοιωσα, φόβος με έπιασε, και έκρυψα το πράγμα στα υπάρχοντά μου, για κάποια άλλη μέρα που το θάρρος μου θα υποσκέλιζε τη σωφροσύνη. Μάζεψα ένα σπασμένο κλαδί φλαμουριάς από κάτω και χάραξα πορεία προς τα κτίρια που γυάλιζαν στον ορίζοντα.
VI. Αλανοί
Η πόλη μας υποδέχτηκε δίχως κωδωνοκρουσίες, σιωπηλή κι έρημη. Τα κτίρια της ξένα και εχθρικά φάνταζαν στα μάτια μου υπό το φως της ημισελήνου που μας προϋπάντησε ξανά. Αμφιβάλλω κατά πόσο ο αρχιτέκτονας είχε κατά νου κατοικίες ανθρώπων όταν συνέλαβε τα σχέδια των δημιουργημάτων του. Ήταν φτιαγμένα από γυαλιστερές πέτρες εκατοντάδων αποχρώσεων, παρόμοιες στην υφή με οψιδιανό, και από χρωματιστό γυαλί, όλα μαζί εγκιβωτισμένα σε πλαίσια από κάποιο άγνωστο σκούρο μέταλλο, τα οποία υψώνονταν προς τον ουρανό σαν κισσοί – η κατέρχονταν προς το κρύο έδαφος σαν απορριφθέντες προσευχές. Έδιναν την εντύπωση τα κτίρια πως κάθε όψη τους ήταν ένα τεράστιο παρανοϊκό βιτρό, οριακά θυμίζοντας αυτά που κοσμούσαν τον ανατολικό τοίχο του Ναού του Καρλομάγνου στη Νυρεμβέργη. Η ομοιότητα με τις καθαγιασμένες εικόνες περιοριζόταν στη μίμηση της τεχνικής και στο αίσθημα δέους που απέπνεαν. Μα, ενώ στο μεγάλο ναό της πατρίδας μου απεικονίζονταν σεμνές σκηνές από τον λυρικό βίο του παλιού αυτοκράτορα, οι παραστάσεις των κτιρίων αυτών χάραζαν τα μάτια μου με τον παραλογισμό τους. Υπήρχε θαρρώ κάποιο παν-αστικό μοτίβο που συνέδεε αυτές τις τερατώδεις προσωπίδες και τους απέδιδε νόημα, μα θα έπρεπε κάποιο ον με δυσνόητο εύρος βλέμματος να τις ατενίσει για να συλλάβει το σύνολο της μαρτυρίας.
Εγώ με την ταπεινή θνητή ματιά μου περιεργαζόμουν σε μια πλευρά κυκλικές μορφές με προβοσκίδες για άκρα, να ενσωματώνονται σε λανθασμένες γωνίες με κουκούλια γυαλιστερά, που φαίνονταν καμπύλα από κάποιες θέσεις, γωνιώδη από κάποια άλλα σημεία παρατήρησης. Αυτό συνέβαινε επειδή η όψη κάθε κουκουλιού είχε υπεράριθμες για το ανθρώπινο μυαλό έδρες, και ίλιγγος με έπιανε αν τα κοίταζα για πάνω από λίγες στιγμές. Ένα άλλο κτίριο, ψηλότερο των γειτόνων του απεικόνιζε τον τρόπο εκταφής που προτιμούσε κάποια προϊστορική φυλή, μα δε θα επεκταθώ σε βέβηλες λεπτομέρειες που θα κάνουν τη φωτιά ανάμεσά μας να τρίξει οργισμένη. Υπήρχε και ένα κυβικό κτίσμα, το οποίο έμοιαζε να δονείται και να παφλάζει εξωτερικά, κατακερματισμένοι καθώς ήταν οι τοίχοι του, από το όραμα του καλλιτέχνη που το σχεδίασε. Οι υαλογραφίες υπερτερούσαν εκεί έναντι των λίθινων διάκοσμων, και καθώς διαθλούσαν το σεληνόφως, έμοιαζαν να κινούνται σαν φτερούγες τα μεταλλικά δοκάρια του σκελετού, δίνοντας έτσι την αίσθηση του παφλασμού που ανέφερα.
Βαδίζαμε αργά μέσα στην πόλη, και φθονούσα τα ανύπαρκτα μάτια της Σιφ. Μιλιά δεν ανταλλάξαμε, παρά μονάχα όταν πίσω μας είχαν μείνει οι πρώτες συναθροίσεις οικημάτων, και ατένισα ένα κολοσσιαίο κτίσμα που μας έκανε να σταθούμε ακίνητοι. Ένας τεράστιος τροχός, σαν μύλου με μεταλλικό άξονα, γύριζε στην πρόσοψή του, σε κάθε πλάκα της περιφέρειάς του δεμένο ένα γδαρμένο ανθρώπινο ον. Όλοι αόμματοι ήταν, κι όμως διάβαζαν δυνατά ένα βιβλίο ο καθένας:
“Ψηλά, στους ανέμους που ουρλιάζουνε στο οροπέδιο των Γκίζι, θα θυσιάσεις την πιο χαμηλή ανοησία σου για να πετάξει ο μέγας ΞΑΡΓΚΙ τσόφλια από τα αυγά του.”
“Χιονίζει και καίει όταν σύει τα φτερά του ο ΚΟΥΤΚΧ, και εγώ γελάω πολύ σθεναρά για να πυρπολήσω τον αέρα, να ρουφήξω τις στάχτες του, πάντα γελαστός στο κελάρι μου.”
“Μια νύχτα ζήτησα από τον ΟΥΧΑΑ ΣΟΛΜΠΟΝ να με πετάξει στην Άβυσσο. Τα αγρίμια χόρεψαν μαζί μου και μου δώσαν τα τομάρια τους για να σκυλεύω τους αδερφούς μου πάντα. Δόξα στον ΟΥΧΑΑ ΣΟΛΜΠΟΝ!”
Οι ασυναρτησίες των καταραμένων δέσμιων με έκαναν να ικετεύω τα πόδια μου για φτερά, να με κουβαλήσουν μακριά από το ναό αυτό της μωρολογίας. Μα η Σιφ μου κράτησε το χέρι σφιχτά και χάθηκαν οι φωνές των κολασμένων.
«Δεν είχα καταλάβει το εύρος των μαρτυρίων που επιφύλαξε η μοχθηρία του Νέλτον σε όσους άθελά τους βρέθηκαν στον ιστό της φυλακής του. Ούτε μπορώ την ευθύνη του εαυτού μου να αποποιηθώ. Τα άτομα που βλέπεις Ρόμπερτ, αυτά τα δοχεία γεμάτα με το φαρμάκι του αδερφού μου, ήταν κάποτε Αλανοί, ελεύθεροι πρόγονοί μου από την πατρική μου πλευρά. Ένας λαός χάθηκε στις ρίζες της τρέλας και στων αλόγιστων πνευμάτων τις διαθέσεις. Μονάχα αιώνια λήθη μπορώ να τους προσφέρω, άγευστο λυτρωτικό ποτήρι.» Η φωνή της έτρεμε. «Στην κορυφή αυτού του κτιρίου οδήγησέ με Ρόμπερτ, έκκληση και όχι εντολή σου απευθύνω.»
Χωρίς ελπίδα επιστροφής στην πατρική μου γη, δίχως θάρρος να αντιμετωπίσω το χωρισμό μου από τη Σιφ, συμμορφώθηκα με την ικεσία της. Μέσα από κάρβουνα και νύχια περάσαμε, γιατί αυτά ήταν οι φύλακες της εισόδου. Η αιώνια κόρη τα αντιμετώπισε. Μέσα από αγκάθι και οπλή ανεβήκαμε, γιατί αυτά ήταν τα κόκαλα του κτιρίου. Η Σιφ Ταρέναερ τα υπέταξε. Πάνω σε γλώσσες ακατάληπτες πατήσαμε στην στέγη, γιατί αυτές ήταν τα σπασμένα μάτια του οικήματος. Τις έκανε να σωπάσουν η κόρη του Λόγου.
Έτσι, εξουθενωμένοι μα όρθιοι, σταθήκαμε στην κεκλιμένη στέγη. Πίσω μας, κρυμμένος από το βλέμμα μου, ο τροχός συνέχιζε να γυρνά με τον μακάρια μακρινό ήχο των προσευχών των κατακρημνισμένων Καυκάσιων. Μπροστά μας το φεγγάρι αποκάλυπτε το ανείπωτο μέγεθος της πόλης, συντριπτικής στην έκτασή της, μέχρι τα όρια της όρασής μου. Η Σιφ δίπλα μου αιμορραγούσε από δεκάδες πληγές, μαυρισμένα από τις φλόγες ήταν τα χέρια της. Μικρή απόγονος των Αμαζόνων, άξια του προγονικού παρελθόντος, με σθένος που ταπείνωνε αυτοκράτορες και δήθεν περήφανους πολεμιστές. Πλάι της εγώ, ένα παιδί δυο δεκαετιών, ακέραιο το σώμα μου, μα λαβωμένο το μυαλό μου. Εκεί πάνω στη σάρκινη στέγη, έσκυψα και τη φίλησα την κοπέλα των άστρων, με δέος μα και πόθο φλογερό. Και αυτή το ανταπέδωσε και ένοιωσα σαν μια ψυχή στα αμόνια των άστρων, να φλέγεται η ουσία μου και να ξεφτίζουν οι έγνοιες των εμπειριών. Για μια στιγμή μονάχα κράτησε το άγγιγμά μας, και κατάλαβα πως καμία άλλη κόρη ανθρώπου ή θεού στο εξής δε θα έκανε τα μάτια μου με επιθυμία να στραφούν επάνω της.»