"/assets/images/fer.jpg", "height"=>100, "width"=>100}" />
«Άκου τώρα ξένε, εσύ που δε δίστασες να μοιραστείς τη φωτιά σου με ένα σακάτη γέρο, άκου την ιστορία ενός νεαρού οδοιπόρου κι ενός αιώνιου κοριτσιού. Όπως μοιράζεσαι μαζί μου τροφή, κρασί, και πολύτιμη ζεστασιά, θα μοιραστώ κι εγώ μαζί σου το σκοτεινότερο πετράδι του διαδήματος των αναμνήσεών μου. Άκου τώρα ευεργέτη του οδοιπόρου την ιστορία του Ρόμπερτ Νάσυλ και της Σιφ Ταρέναερ, στην αναζήτησή τους για το Δάσος του Άλμπεϊ.»
Ι. Νυρεμβέργη
«Το καλοκαίρι του 1349 η όψη των άστρων ήταν απαγορευμένη για τους συμπατριώτες μου. Όσους δηλαδή ήταν ζωντανοί, μια χούφτα τυχερά καθάρματα, όπως ο ξεδοντιάρης που τώρα κάθεται απέναντί σου. Ήμασταν αυτοί που αψηφήσαμε το Μαύρο Θάνατο· λέγαμε ότι κατουρήσαμε τα καμμένα ίχνη του αλόγου του, εκεί, στις μαγαρισμένες σοδειές που άφησε στο διάβα του. Φωνάζαμε δυνατά πως τον διώξαμε, πως τον κυνηγήσαμε μακριά. Ξέραμε ότι τα ψέματά μας ήταν τερατώδη, όμοια με τα λευκά σκουλήκια που σερνόντουσαν στους ομαδικούς τάφους πέριξ της πόλης και ξεχείλιζαν τα βράδια προς τα σοκάκια και τα κατώφλια μας. Τα χρειαζόμασταν όμως τα ψέματα, όπως και τα σκουλήκια, για να μας απαλλάξουν από τα απομεινάρια του πρόσφατου παρελθόντος.
Σου είπα πως τα άστρα ήταν απαγορευμένα σε εμάς. Βλέπεις, οι ομαδικοί τάφοι ήταν προσωρινή λύση, ανεπιθύμητη και επικίνδυνη. Οι λίγοι μορφωμένοι επιζήσαντες διαλαλούσαν την ανάγκη για νεκρικές πυρές που θα εξάγνιζαν τις πεθαμένες σάρκες, καίγοντας όσα υπολείμματα αρρώστιας φώλιαζαν μέσα τους. Μα ήταν τόσα τα πτώματα από την πανούκλα, που αν και νυχθημερόν έκαιγαν οι φλόγες, τρώγοντας μολυσμένα σώματα και αφοδεύοντας μαύρα οστά, πάλι σωροί άρρωστης σάρκας γιγάντωναν πλάι στα άχρηστα τείχη. Ήταν αυτές οι φλόγες, που με τον αβάσταχτο, τερατώδη καπνό τους μας είχαν κρύψει τον ουρανό για εβδομάδες.
Είκοσι καλοκαίρια είχα δεμένα πίσω μου τότε, είκοσι χρόνια ευήμερα. Κακορίζικο ήταν το εικοστό πρώτο, που έκαψε τα χωράφια και κάλεσε από την ανατολή τον ασώματο καβαλάρη, αυτό με άφησε δίχως οικογένεια, δίχως μάστορα να με διδάσκει. Μαθήτευα να ξέρεις ξυλουργός, πλάι σε μεγάλο αφέντη, που τώρα το όνομά του έχει σαπίσει στη λήθη μαζί με τη σάρκα του. Εκείνο το έτος το καταραμένο, στα μισά του με άφησε ολομόναχο, συντροφιά με τρίχες λευκές στο κεφάλι μου, τόσο παράταιρες γύρω από νεανικό πρόσωπο. Γυάλιζε η παραίτηση στα γκρίζα μάτια μου, κάτισχνα είχαν καταντήσει τα χαρακτηριστικά μου από το μέγεθος της πληγής που μας είχε στείλει ο Θεός. Σκόρπιες γνώσεις, άχρηστες πλέον, σέρνονταν μέσα στο δηλητηριασμένο από αναμνήσεις κεφάλι μου. Ένοιωθα τα λευκά σκουλήκια να έχουν τρυπώσει στο μυαλό μου και να μουρμουρίζουν χωρία από το Κενό Ευαγγέλιο. Οι μέρες και οι νύχτες εναλλάσσονταν σε μια παράθεση καταχνιάς και βρόμας, μια λιτανεία ψεύδους, παρανοϊκού κουράγιου, και αβάσταχτης πείνας.
Τα πράγματα άλλαξαν όταν γνώρισα τη Σιφ. Ήταν μια νύχτα που αναπαυόμουν στον αχυρώνα ενός άδειου πανδοχείου, του οποίου το όνομα έχω ξεχάσει προ πολλού. Μόνο το μικρό σιντριβάνι πλάι στην είσοδο παραμένει στο μνήμη μου, με την κορυφή του σμιλευμένη στη μορφή ρασοφόρου καλόγερου. Πρόσωπο και χέρια δε φαινόντουσαν στο άγαλμα, μόνο ένα πλήθος όγκων, σαν τμήματα πρησμένων φλεβών, διέτρεχε όλο του το σώμα, έρποντα βδελύγματα κάτω από τα λίθινα ρούχα. Είχε στη βάση του μια επιγραφή, “Tarenaer Homunculi “, η οποία ακόμη αίνιγμα για εμένα αποτελεί, έστω κι αν τη μια λέξη πλέον αναγνωρίζω.
Το κορίτσι που με πλησίασε εκείνο το βράδυ πρώτη φορά το έβλεπα. Μια γκρίζα προβιά έπεφτε μέχρι τα γόνατά της, γόνατα λασπωμένα μα όχι πληγιασμένα – πρόσεξε ξένε, στη θέα έστω και της παραμικρής πληγής θα της άνοιγα το κρανίο με το καλέμι μου δίχως δεύτερη σκέψη, μας είχε κάνει απάνθρωπους η επιδημία. Δεν είχε κρέας πάνω της η μικρή· το ότι ήταν τόσο αδύνατη ίσως και να την έσωσε από το χέρι μου – μην ταράζεσαι, η πείνα αλλοτριώνει αφέντες και σκλάβους, μας θυμίζει πως θηρία αλυσοδεμένα κοιτάνε μέσα από τα μάτια μας, σαθρά τα δεσμά τους. Ημέρεψε ευτυχώς το χέρι μου, και με τις ελάχιστες δυνάμεις που είχα δεν επιτέθηκα σ’ αυτό το δεκάχρονο παιδί για να ξεδιψάσω με ακατονόμαστο τρόπο ανάγκες μου.
Καθώς με πλησίασε φύσηξε ένας αέρας ευλογημένα δυνατός, ο πρώτος εδώ και μέρες. Σήκωσα το βλέμμα και είδα τον πτωματογέννητο καπνό να τεμαχίζεται, να φεύγει κυνηγημένη σαν από το ίδιο το Άγριο Κυνήγι η αποπνικτική σκιά του. Ξαναείδα το Μικρό Αργαλειό στον ουρανό να σιγογνέθει όπως πάντα το στερέωμα, με αδράχτι τον παγωμένο Πολικό. Ρίγη λύτρωσης με διαπέρασαν, όμοια με αυτά που πρέπει να ένοιωθαν οι πανάρχαιοι πρόγονοί μας όταν έβλεπαν τον ήλιο να ξαναγεννιέται μετά τη σκοτεινή νύχτα, τότε που κάθε δύση τους φαινόταν σαν το τέλος του κόσμου.
Σηκώθηκα όρθιος και κοίταξα για πρώτη φορά το πρόσωπο του κοριτσιού που είχε σταθεί μπροστά μου. Κατάξανθα, λευκά σχεδόν μαλλιά, περιδινίζονταν στις διαθέσεις του ανέμου, στεφανώνοντας ένα πρόσωπο που στο φως του ήλιου θα φάνταζε χερουβικό. Πανέμορφο, μα και κρυστάλλινα ψυχρό, πάνω του χόρευαν αλλόκοσμα οι νυχτερινές σκιές, όπως στους ναούς του Μίθρα οι ηλιαχτίδες γύρω από τις Ζωντανές Προτομές.
Ένα ψεγάδι μονάχα είχε το πρόσωπό της. Εκεί που θα έπρεπε γκρίζα ή γαλανά μάτια να μαρτυρούν καταγωγή ευγενική, σαν τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της, εκεί έχασκαν δυο άδειες κόγχες, ειρωνεία πικρή. Γιατί αυτή, που με τον ερχομό της έφερε τον στρατηλάτη άνεμο, και μας επέστρεψε τη θέα των άστρων, αυτή δεν είχε μάτια να αντιληφθεί το καλό που μας έκανε. Αναρωτήθηκα σε ποιον θεό του σκοταδιού την είχαν υποσχεθεί οι γονείς της, και με τι ανέκφραστο τίμημα αντάλλαξαν τη ματιά της.
«Δεσποινίς,» της είπα, «ευλογημένη να είσαι για τον αγέρα που έφερες μαζί σου. Μα τι γυρεύεις τέτοια ώρα έξω από μέρος προφυλαγμένο;»
«Νεαρέ Ρόμπερτ,» απάντησε αυτή, «το λημέρι σου έψαχνα, εσένα αναζητούσα. Μου σύστησαν πως είσαι άξιος οδηγός για να μισθώσει κάποιος που θέλει να ταξιδέψει προς βορρά.»
Η φωνή της, αν και είχε χροιά άγουρη, θα έπαιρνα όρκο πως ανήκε σε άτομο με αιώνες στην πλάτη του, αιώνες αλλά και έγνοιες περιτυλιγμένες γύρω του. Οι κόγχες της, στραμμένες πάνω στα μάτια μου, αρνούνταν την κενότητά τους, θαρρείς πως παρατηρούσαν κάθε μου αναπνοή, ακόμη και την αδιόρατη σε εμένα ροή του αίματος στις φλέβες μου. Τα ασημένια δίχτυα των μαλλιών της αρμένιζαν στο φως των άστρων, και διαθλώντας το, ήταν σαν να ηχούσαν με τη μουσική του στερεώματος, μια απερίγραπτα ψυχρή μελωδία, κενή σαν το διάστημα ανάμεσα στα ουράνια σώματα.
«Θα πληρωθείς καλά για τις υπηρεσίες σου,» επέμεινε, ενώ μου φάνηκε για μια στιγμή πως αλλοιώθηκε η χροιά της. Ήταν σκιά κάποιου τρόμου αυτό που κρύβονταν μέσα της, θαμμένο κάτω από τόνους αποφασιστικότητας; Ή μήπως αχαλιναγώγητη περιέργεια διέγειρε τον τόνο της;
«Κυρά,» ψέλλισα, «δεν ξέρω ποιος σε παρέπεμψε σε εμένα, και σου είπε αυτά τα πράγματα. Πράγματι, ως μικρό παιδί χανόμουν για ώρες, για μέρες κάποτε, στα βόρεια δάση, κι έτσι αναγκάστηκα με πείσμα να τα μάθω σαν την παλάμη του χεριού μου. Πράγματι, ως παραγιός ξυλουργού, οδήγησα κάποιες φορές ομάδες ξυλοκόπων σε μέρη απάτητα ως τότε απ’ όλους πέρα από εμένα.»
«Μα ξέρε πως η πρόσφατη πανούκλα μου σημάδεψε ψυχή και σώμα, κι ας μην με άγγιξαν άμεσα τα σκυθρωπά χέρια της. Όσο κι αν τα τραύματα του νου μπορούν να γίνουν αδυσώπητοι σύντροφοι, έως ότου το υπομονετικό ροκάνισμά τους τσακίσει τη γέφυρα της λογικής, το σώμα θέλει τροφή για να υπακούσει, κάτι πιο δυσεύρετο από νομίσματα αυτές τις κακογραμμένες ημέρες. Αν τα πλευρά μου πιάσεις, εύκολα θα μπορέσεις τα κόκαλά μου να μετρήσεις, κουράγιο δεν έχω για να κυνηγήσω καν, πόσο μάλλον για να αναλάβω ταξίδι πολυήμερο. Χρήματα μου προσφέρεις, μα μόνο βάρος περιττό θα είναι για μένα, όσο δε βρίσκω αγορά για να τ’ ανταλλάξω με τροφή.»
Εκείνη τότε σώπασε σκεπτική για λίγο, πριν μονολογήσει:
«Στη σκιά της γέφυρας παραμονεύει ο κυνηγός.»
Φύσηξε πάνω μου. Χάθηκαν οι αισθήσεις μου μεμιάς, και βυθίστηκα στον πιο ήρεμο ύπνο του τελευταίου μήνα.
Ξύπνησα από τον ήχο νερόμυλου. Ο ήλιος έκαιγε κάπου στα αριστερά μου, μισοκρυμμένος από τις δρύινες φυλλωσιές. Αναγνώρισα το μέρος – βρισκόμουν πλάι στο μύλο του Χέρμπερτ του Αλωνάρη. Τι κι αν τον είχαμε κουβαλήσει προσεκτικά το νεκρό Χέρμπερτ, βδομάδες πριν, στο λάκκο της πυράς, ο μύλος του συνέχιζε ακατάπαυστα το ουροβόρο κυνηγητό του τρεχούμενου νερού.
Η μυρωδιά ψητού κρέατος με έκανε να στραφώ προς την όχθη. Η κοπέλα, τυλιγμένη στην ογκώδη κάπα της, έψηνε ένα λαγό πάνω από μια πρόχειρη φωτιά, θέαμα απερίγραπτο για έναν λιμοκτονημένο σαν του λόγου μου. Γοργά πλησίασα το αυτοσχέδιο σουβλί, ένα κλαδί σημύδας ολόισιο, σαν αυτό με το οποίο ισχυριζόταν ο μακαρίτης ο Έμπερχαντ πως μπορούσε να βρει νερό, χρυσάφι, και άλλα πράγματα. Το ότι πέθανε από αφυδάτωση, ξερός και μαζεμένος σαν πεταμένο κουκούλι εντόμου, ήταν η καλύτερη απάντηση όσον αφορά την αλήθεια των λεγόμενών του. Άθελά μου χαμογέλασα, και το κορίτσι ανασήκωσε τους ώμους της, σα να τη διαπέρασε ένα ρίγος. Η χαίτη της, συμμορφωμένη με τη νηνεμία που επικρατούσε, έπεφτε ακούνητη μέχρι τη μέση της πλάτης.
«Φάε με προσοχή,» με προειδοποίησε χωρίς να γυρίσει προς το μέρος μου. «Το στομάχι σου δε θα αντέξει ένταση.»
Τράβηξα ένα πόδι από το ζώο. Το δάγκωσα λαίμαργα, κατάπια χωρίς να γευτώ. Ξανά. Το στομάχι μου, που από την πολυήμερη αχρηστία στην οποία είχε επέλθει είχε σχεδόν ξεχάσει να λειτουργεί, διαμαρτυρήθηκε. Με προσπάθεια κράτησα το κρέας μέσα μου. Συνέχισα με βασανιστικά αργούς ρυθμούς, εισακούοντας την προτροπή της παράξενης μικρής.
«Κυνήγησες,» της είπα όταν μόνο τα κόκαλα είχαν απομείνει. «Μα πόσο δύσκολο μου είναι να το πιστέψω, με την κατάσταση των ματιών σου.»
Αγνόησε την παρατήρησή μου.
«Θα με οδηγήσεις τώρα;» αρκέστηκε να ρωτήσει.
Κοίταξα πίσω, προς το σημείο όπου ξύπνησα. Πλάι στη βελανιδιά, η ρίζα της οποίας είχε γίνει προσκεφάλι μου, κείτονταν τα άρματά μου: τόξο, φαρέτρα, και το κυνηγετικό μαχαίρι. Δε θυμόμουν από πότε είχα να τα πιάσω στα χέρια μου, παραχωμένα καθώς ήταν έως χτες στο σεντούκι με τα λιγοστά υπάρχοντά μου, στο δωμάτιο του τρίτου ορόφου του ξυλουργείου. Απόρησα πως είχαν φτάσει μέχρι εδώ.
Επέστρεψα δίπλα τους. Η χορδή του τόξου ήταν περασμένη στα αυλάκια του ξύλου, έτοιμη είτε να προστάξει κυνήγι, είτε να αναπολήσει το πρόσφατο θήραμα. Μα δεν το είχα για καιρό χρησιμοποιήσει, και αμφέβαλλα για το κατά πόσο μπορούσε να είχε χειριστεί το όπλο η κοπέλα, όσο μυστήρια και να φάνταζε στα μάτια μου. Άγγιξα το σώμα του τόξου. Αγριελιά, θεόρατο το μήκος της, διάσπαρτη με εγχάρακτες παραστάσεις του Άγριου Κυνηγιού. Να η γοργοπόδαρη Αταλάντη, πεζή αφήνει πίσω της τα γρηγορότερα άλογα. Να ο Ιπαμπόγκ, καρπερή η γενειάδα του, ιππεύει την Άρκτο των ουρανών. Ιδού ο άρχων του Κυνηγιού, λυγερός, ψηλός, με μονοκόμματη περικεφαλαία να σφαλίζει από τα μάτια των θνητών το τρομερό πρόσωπό του, καβάλα σε πελώριο ελάφι ορμά. Τα θηράματα του Πλήθους δε διακρίνονταν στην αναπαράσταση, καθώς όλες οι μορφές ήταν έτσι σκαλισμένες στο ξύλο, ώστε να κοιτάζουν μπροστά από τον τοξότη, για να ευλογούν την πορεία του βέλους. Ήμουν περήφανος για το δημιούργημά αυτό, το επιστέγασμα ως τότε της ολιγόχρονης τέχνης μου, ήξερα πως δεν ήταν δίχως αντίκρισμα οι ατέλειωτες ώρες αγρύπνιας.
Στη φαρέτρα φώλιαζαν δυο ντουζίνες βέλη, κατά ένα λιγότερα από όσα νόμιζα ότι είχα αφήσει την τελευταία φορά που τα χρειάστηκα. Τα βέλη ήταν μακρύτερα από το συνηθισμένο, εναρμονισμένα με το μέγεθος του τόξου· μαύρα φτερά κύκνου είχαν για πλοηγούς. Φόρεσα πάνω από το μανδύα τη φαρέτρα, στη ζώνη πέρασα το μακρύ μαχαίρι, αγορασμένο με χρήματα πολυετούς κόπου.
«Ποια είσαι κυρά;»
«Σιφ είναι το όνομά μου, κι από το Νότο έρχομαι κι από τη μακρινή Ανατολή.» απάντησε στρεφόμενη προς τη μεριά μου για πρώτη φορά εκείνο το πρωινό. «Ψάχνω πέρασμα προς Βόρεια, η Λειψία είναι ο προορισμός μου.»
«Η Λειψία είναι πέρα από τα μέρη που έχω αγγίξει, θα πρέπει να διαβούμε άγνωστα δάση και ρουμάνια. Θα σου ‘λεγα πως χαραμίζεις τις ελπίδες σου με εμένα, αν υπήρχε έστω και ένας άλλος ζωντανός στη Νυρεμβέργη που να μπορούσε να σε οδηγήσει καλύτερα. Μα όλοι οι γνώστες των μονοπατιών είναι στάχτη ή σκουλήκια τώρα. Με βοήθησες, με τάισες, και θα σου το ανταποδώσω ακόμη και δίχως αμοιβή, ακόμη και στο μακρινό Δάσος του Άλμπεϊ θα σε συντρόφευα αν χρειαζόταν. Άλλωστε τίποτα πια δε με κρατάει στην πόλη πίσω μας.»
Στα λόγια μου αυτά κάτι άστραψε για λίγο στο πρόσωπο της Σιφ, σαν η αναπάντεχη ελπίδα με τη διστακτική προσμονή να συνωμοτούσε. Δίχως άλλη κουβέντα στράφηκα βόρεια, προσπερνώντας το μοναχικό νερόμυλο, ακολουθώντας την πορεία του μικρού ποταμού.»
ΙΙ. Καύκασος
Ο δεσπότης του ξέφωτου μίλησε για πρώτη φορά:
«Ταξιδιώτη συγχώρα τη διακοπή, μα αυτό παράξενο μου φάνηκε: Γιατί απ’ όσο μου επιτρέπουν οι περιπλανήσεις μου να ξέρω, ανάμεσα στη Νυρεμβέργη και τη Λειψία κείτεται δάσος, μα όχι το ξεχασμένο πια Άλμπεϊ. Αν δε με γελά το κρασί που άφθονα κατανάλωσα, το δάσος αυτό βρίσκεται στους πρόποδες του Καυκάσου, εκεί που ζούσε η αρχαία τυχοδιωκτική φυλή των Αλανών, μήνες μακριά από την πατρίδα σου. Απορώ λοιπόν, δίκαια νομίζω, για την αρχική αναφορά σου περί αναζήτησης του Άλμπεϊ, ενώ η διήγησή σου βόρεια μας καλπάζει. Έχεις εξάψει την περιέργειά μου, και θέλω να βεβαιωθώ πως δεν λανθάνω στο συλλογισμό μου.»
«Πράγματι άρχοντα, φαίνεσαι γνωστικός και πολυγυρισμένος. Άστοχα ήταν εκείνα τα λόγια μου, τα τελευταία πριν ξεκινήσει το ταξίδι μας, οιωνοί κακοτράχαλης στράτας. Μήτε εγώ όταν δεχόμουν να συνοδεύσω τη Σιφ, νοήθηκα πως τα βήματά μας θα εξόκειλαν προς το δάσος αυτό, από το οποίο μας χώριζαν πολιτισμοί ολάκεροι και πεδιάδες που για αιώνες ήταν παραδομένες στους Ούννους. Ήταν γνωστό στους συμπατριώτες μου το μακρινό δάσος του Άλμπεϊ, με φήμη κατάμαυρη σαν την ψυχή του αδελφοκτόνου, και άκου πως προήλθε αυτή η γνώση.»
«Μισό αιώνα πριν γεννηθώ, είχαν φτάσει μια χούφτα άνθρωποι στη Νυρεμβέργη με ένα καραβάνι, νέοι όλοι τους. Έδειχναν να έχουν περάσει κακουχίες αμέτρητες, σχεδόν δίχως υπάρχοντα έφτασαν. Ζήτησαν από την πόλη κάποιο χώρο για να εγκατασταθούν, και ο τότε άρχοντας τους παραχώρησε μια έκταση έξω από τα τείχη, στα βορειοανατολικά, λίγα χωράφια που είχαν πέσει σε αχρηστία λόγω έλλειψης αγροτών εκείνα τα χρόνια. Τα δέχτηκαν με περήφανη ευγνωμοσύνη οι νεόφερτοι, και σύντομα δημιούργησαν εκεί ένα μικρό οικισμό, που τον ονόμασαν Σεράλμπ’νι.»
«Από όσα είχα ακούσει από τους μεγαλύτερούς μου, οι άνθρωποι αυτοί είχαν έρθει από τα ανατολικά, από τη Σκυθία και πιο πέρα. Δεν έμοιαζαν με Ούννους, ούτε με Εσθονούς ή Μογγόλους. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους θύμιζαν τα δικά μας, ιδωμένα όμως μέσα από το λυκόφως της αρχαιότητας. Είχαν κάτι το ασμίλευτο τα ψηλά ζυγωματικά, τα ευφυή υπερόφρυα τόξα, το λευκότερο του δικού μας δέρμα, σα να τους είχε ξεχάσει η ιστορία. Πίστευες τότε πως ίσως κόκκοι αλήθειας υπάρχουν στους μύθους που λένε ότι κατάγονται από τις μυθικές Αμαζόνες και κάποιον άλλο άγνωστο λαό. Ποτέ δεν τους είδα εγώ από κοντά, ούτε τη γλώσσα τους ποτέ δεν άκουσα, για την οποία μου είπαν αργότερα πως και αναμεταξύ τους τη χρησιμοποιούσαν μόνο σε τελετουργίες, και όχι για καθημερινή χρήση.»
«Όταν τους ρώταγες το λόγο που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, τα βλέμματα σκυθρώπιαζαν, βλοσυρή γίνονταν η διάθεση, κι έτσι, όμοιοι με θεούς της καταιγίδας συνήθως σιωπούσαν. Ήταν όμως και φορές που μεθούσαν, και τότε σε δώριζαν με ποιητικές περιγραφές ενός δάσους, ανάμεσα στον Καύκασο και τις περιοχές τους, το δάσος του Άλμπεϊ. Λέγαν πως ήταν αρχαίο, αλλά ότι στη χώρα τους είχε έρθει πρόσφατα, όσο ακατανόητο και να ακούγεται αυτό όταν αναφέρεσαι σε συστάδες δέντρων. Επέμεναν πως πριν τρεις γενιές ο «Δρυμός της Μπάμπα Γιάγκα», όπως αλλιώς το λέγανε, βρίσκονταν πέρα από τα καταπράσινα λιβάδια τους, κοντά στις εκβολές του Βόλγα. Εκεί κατέληγαν παλιότερα τα απομεινάρια των σαμάνων της Σιβηρίας, τα λείψανά τους, έτσι τουλάχιστον θυμούνταν από τότε που είχε συλλογική μνήμη ο λαός των Αλανών. Είχε βαλτώσει με πνεύματα η γη, ενώ για τα δέντρα που φύτρωναν στο δάσος λέγαν ότι απομύζησαν τα κόκαλα χιλιετηρίδων. Και από τις στέπες της ανατολής σέρνονταν μέχρι εκεί πλάσματα γερασμένα και πανίσχυρα, εφιάλτες ανθρώπων, και ζευγάρωναν μαζί τους ρουσάλκες του Βόλγα και ανώνυμα πράγματα που ανέβαιναν τη νύχτα από τις σπηλιές τους για να καταραστούν τον ήλιο. Έτσι λέγαν οι περήφανοι Καυκάσιοι πως δημιουργήθηκε το Δάσος του Άλμπεϊ.»
«Έναν αιώνα πριν τη γέννησή μου το δάσος άρχισε να μετακινείται, έτσι διηγούνταν οι ξένοι. Χρόνο με το χρόνο σκαρφάλωνε από τις όχθες, σέρνονταν πάνω στα νυχτοφώτιστα μονοπάτια, προσεγγίζοντας τη χώρα τους και τα πανύψηλα βουνά. Τα αγρίμια των νεοδημιούργητων λόγγων ήταν παράξενα και ξεστράτιζαν προς τη γη των Αλανών τα βράδια χωρίς φεγγάρι, αποδεκατίζοντας τα κοπάδια τους. Σαν έφτασε το δάσος στα όρια των χωριών, οι άνθρωποι αυτοί είχαν ήδη αρχίσει να εγκαταλείπουν τα πατρογονικά εδάφη. Μόνο ξεροκέφαλοι νέοι μέσα στο σφρίγος της απειρίας τους αρνήθηκαν να εξοστρακιστούν, και αυτοί ήταν που πλήρωσαν με τις ζωές τους το τίμημα. Τα αποκαΐδια των βλασταριών των Αλανών αποφάσισαν εν τέλει να ξεριζωθούν από την πατρίδα τους, και κατέληξαν στις πύλες μας.»
«Έμειναν πενήντα χρόνια εκεί στον προάστιο οικισμό τους, καλλιεργώντας ακούραστα. Πάντα ξέχωρα από τους κατοίκους της πόλης, και αυτό ήταν το δικό μας φταίγμα. Γιατί δε δέχτηκαν οι λίγοι Αλανοί να αφήσουν την πίστη των προγόνων τους. Εκεί, στη μικρή πεδιάδα, δίπλα στα ανώνυμα δάση της Γερμανίας, λάτρευαν ήρεμα τους θεούς τους και ξόρκιζαν τους δαίμονες του παρελθόντος. Στην πόλη δεν ήταν ευπρόσδεκτοι, γιατί η πίστη του Ναζωραίου είχε θεριώσει στη Νυρεμβέργη, και αποτροπίαζαν οι κληρικοί σε κάθε ιδέα πολυθρησκευτικής συμβίωσης. Μα ήταν και η μακροζωία των γειτόνων μας ακατανόητη. Μισό αιώνα μετά, τα πρόσωπα που είχε κάποτε περιθάλψει η πόλη, την αντίκριζαν απαράλλαχτα πέρα από τα τείχη, ενώ κανένας σχεδόν από αυτούς που τους είχαν προϋπαντήσει δε ζούσε πια. Τα ερπετά του ξενοφοβικού φθόνου είχαν για τα καλά κουλουριαστεί στην καρδιά της Νυρεμβέργης.»
«Ένα χρόνο πριν γεννηθώ, οι Αλανοί έγιναν ανήσυχοι και φοβισμένοι. Στους λίγους που είχαν μείνει να συναναστρέφονται μαζί τους έλεγαν πως η μυρωδιά των πλαγιών του Καυκάσου περιπλανιόταν μέρα και νύχτα πλέον στα χωράφια τους, και πάνω της καβάλαγε η πνοή του δάσους εκείνου που πέταξε το λαό τους στα μονοπάτια του νομαδισμού και της λήθης. Κοιτώντας πέρα από το ποτάμι μουρμούριζαν πως τους είχε ακολουθήσει, και τώρα δίψαγε για τα λευκά σώματα που κάποτε του ξέφυγαν. Κάνανε κάποιες νύξεις για προσωρινή εγκατάσταση μέσα στην πόλη, μα η περηφάνια τους δεν επέτρεπε κάτι παραπάνω να αρθρώσουν. Μόνο μια κοπέλα κατέφυγε εντός των τειχών, και ήταν οι γονείς μου που δέχτηκαν να τη φιλοξενήσουν, άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι.»
«Εν τέλει ένα πρωί όλος ο οικισμός χάθηκε. Κανένα ίχνος ανθρώπου, ζώου, ή κτίσματος δε βρέθηκε. Μήτε η κοπέλα που έμενε στο σπίτι μας γλύτωσε, εξαφανίστηκε το ίδιο ξαφνικά, και μόνο ένα φόρεμα που δώρισε στη μητέρα μου είχαν οι γονείς μου για να τη θυμούνται. Τα χωράφια απλώνονταν εγκαταλελειμμένα σα να μην είχαν καλλιεργηθεί ποτέ. Κάποιοι μάλιστα από τους συμπατριώτες μου που τα είχαν επισκεφτεί πρόσφατα λέγαν πως όσα συνόρευαν με το δάσος δεν υπήρχαν πια, ότι στη θέση τους βρίσκονταν καχεκτικές βελανιδιές. Δεν τους πίστεψαν πολλοί, μα ο μύθος του δάσους του Άλμπεϊ στέριωσε, και το σημείο του παλιού οικισμού των Αλανών το απέφευγε ο κόσμος ακόμη και στις μέρες μου.»
«Αυτά λοιπόν είχα ακούσει για το δάσος, και υπήρχε γύρω από το όνομά του ένας παιδικός φόβος που σιγανάσανε στον ώμο μου, ακόμη και στα εικοσιένα μου χρόνια. Δύσκολα θα ακολουθούσα το κορίτσι αν ήξερα ότι ο δρόμος μας θα το διέσχιζε, μα ήταν η άγνοια συνοδοιπόρος μου.»