"/assets/images/tv/roptitle.jpg", "height"=>200, "width"=>200}" />
Το έκτο επεισόδιο είναι αρκετά διαφορετικό από τα προηγούμενα (αλλά και από το επόμενο) λόγω της δομής του: αντί ν’ ακολουθεί την (γνώριμη από το πιο σύγχρονο fantasy) ψηφιδωτή λογική της διήγησης που από κεφάλαιο σε κεφάλαιο πηδάει από μέρος σε μέρος, εδώ επικεντρώνεται και εστιάζει μονάχα σε έναν τόπο – τις Southlands – εκεί όπου συγκλίνουν κάποια από τα έως τώρα απομονωμένα νήματα. Οι Southlands γίνονται ένας σημαντικός κόμβος, προοικονομώντας την καίρια θέση που θα έχει η Μόρντορ χιλιετίες αργότερα. Διαφορές υπάρχουν επίσης και στο περιεχόμενο, το οποίο ξεδιψάει την γκρίνια κάποιων για την έως τώρα έλλειψη δράσης – βλέπουμε τις πρώτες αψιμαχίες, την πρώτη μικρής κλίμακας μάχη· οι σκηνές μάχης και δράσης είναι καλοστημένες, αποφεύγουν να γίνουν τελείως αυτοαναφορικές όσον αφορά την τριλογία (δίχως βέβαια να το καταφέρνουν απόλυτα – ειδικά τα μούτρα των άμαχων στο πανδοχείο θύμισαν πολύ αυτά των αντίστοιχων φουκαράδων στο Χελμς Ντιπ). Επίσης, πρόκειται για το επεισόδιο με το λιγότερο lore διάσπαρτο στο περιβάλλον, κάτι που όμως δεν σημαίνει πως το lore είναι απόν· το αντίθετο μάλιστα, καθώς βουτάει σε βαθιά τολκινικά νερά όσον αφορά τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται.
Αρχικά κάποια πράγματα για θέματα ρεαλισμού και τρυπών στην πλοκή, μιας και οι γκρίνιες που άκουσα για το συγκεκριμένο επεισόδιο είχαν να κάνουν πρωτίστως με αυτά: στην αφηγηματική τέχνη είναι ελάχιστες οι φορές που σκαλώνω σε θέματα ρεαλισμού και logistics – μου είναι αρκετά δύσκολο να υποστώ suspension of disbelief οπότε και τα περισσότερα από αυτά που ακούστηκαν (η εξαιρετικά έγκαιρη άφιξη των Νουμενόριανς, η ταχύτητα με την οποία κάλπαζαν, η γρήγορη ανάρρωση της Μπρόνγουιν, η ταχύτητα με την οποία βρέθηκε ο Χάλμπραντ μπροστά από Γκαλάντριελ και Άνταρ, κτλ) δεν τα είχα καν προσέξει κατά την παρακολούθηση του επεισοδίου ή απλά τα αγνόησα ως ήσσονος σημασίας. Το ένα πράγμα που μου χτύπησε άσχημα και αποτελεί ουσιαστικά το μοναδικό αγκάθι για μένα στο συγκεκριμένο επεισόδιο είναι η ευκολία με την οποία οι Southlanders αναγνωρίζουν και ενστερνίζονται ένθερμα ως βασιλιά τους τον Χάλμπραντ – παρότι ξέραμε πως ήλπιζαν για την άφιξη ενός βασιλιά (πολύ με ενδιαφέρει να μάθω περισσότερα για την προέλευση αυτής της ελπίδας) το όλο πράγμα φάνηκε βιαστικό.
Το μεγάλο θέμα στο οποίο βουτάει το εν λόγω επεισόδιο είναι τα ορκ (ή ουρούκ όπως αυτοαποκαλούνται σύμφωνα με τον Άνταρ) και συγκεκριμένα η φύση και η προέλευσή τους. Ο Τόλκιν είχε διάφορες απόψεις για τη δημιουργία των ορκ, δίχως να κατασταλάξει σε κάποια όσο ήταν ζωντανός. Όταν ο υιός Κρίστοφερ έστηνε το Σιλμαρίλλιον, επέλεξε να επισημοποιήσει εκεί την εκδοχή σύμφωνα με την οποία τα ορκ προέρχονται από ξωτικά που αιχμαλώτισε και διέφθειρε ο Μόργκοθ, διαστρεβλώνοντας τη μορφή και το πνεύμα τους. Αυτή είναι η εκδοχή που υιοθέτησε ο Τζάκσον στις ταινίες (δια στόματος Σάρουμαν) και φαίνεται πως αυτή είναι που διάλεξαν και οι δημιουργοί της σειράς· κατά τη γνώμη μου μια πολύ σωστή απόφαση μιας και προσφέρει εύφορο έδαφος για ανάπτυξη πολλών ηθικών ζητημάτων.
Ο Άνταρ, λοιπόν, είναι ένα από τα Μοριόντορ (λέξη καινούρια αλλά γλωσσικά σωστή), τα ξωτικά αυτά από τα οποία προήλθαν τα ορκ. Δεν μαθαίνουμε αν αυτά μετά τη διαφθορά τους έγιναν κυρίως ειπείν (full-blooded) ορκ ή απλά προπάτορες από τους οποίους προήλθαν τα μέλη της φυλής που ξέρουμε. Αυτό το λέω επειδή στην περίπτωση τουλάχιστον του Άνταρ φαίνεται πως η μετατροπή δεν ήταν πλήρης, μιας και δεν έχει ούτε την πλήρη εμφάνιση των ουρούκ, αλλά ούτε και την αδυναμία τους στον ήλιο, παρόλο το μαύρο αίμα που κυλάει στις φλέβες του (και φαίνεται όταν τον ματώνει με το εγχειρίδιό της η Γκαλάντριελ).
Δια στόματος Άνταρ (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό όσον αφορά το τι πιστεύουν τα ίδια τα ορκ – σημειώνω πως ο Άνταρ φαίνεται να είναι ένα ον έξυπνο και διορατικό μεν, βαθιά διαταραγμένο δε) μαθαίνουμε πως τα ορκ ήταν σκλάβοι του Μόργκοθ (και του Σάουρον) που όμως θεωρούν εαυτούς δημιουργήματα του Ιλούβαταρ (κάτι ουσιωδώς σωστό αν σκεφτούμε πως όλα τα θέματα της Αϊνουλιντάλης εκπορεύονται από αυτόν). Μετά το τέλος της Πρώτης Εποχής κάποια από τα ορκ κατέληξαν στις εσχατιές του βορρά (στο παγωμένο φρούριο που είδαμε στο πρώτο επεισόδιο) όπου ο Σάουρον τα χρησιμοποίησε για τα πειράματά του. Εν τέλει μια ομάδα (που περιλάμβανε τον Άνταρ) αποτίναξε τον ζυγό (σκοτώνοντας τον Σάουρον σύμφωνα με τα λεγόμενα του Άνταρ) και μετά από ένα μεγάλο ταξίδι κατέληξε στις Southlands· μια πορεία που έχει απόηχους από την αναζήτηση των Ισραηλιτών για την Γη της Επαγγελίας, λαμβάνοντας άλλωστε υπόψη τόσο το όνομα του επεισοδίου όσο και την κατάληξη – τη δημιουργία μιας ορκ ουτοπίας η οποία φαίνεται πως είχε σχεδιαστεί από πολύ παλιά. Άλλωστε είναι αρκετά πιθανό πως ο προορισμός είχε υποδειχθεί από το σύμβολο του Σάουρον, τον χάρτη δηλαδή των Southlands.
Εδώ προκύπτει ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα σχετικά με το κατά πόσο αυτή η ελευθερία των ορκ είναι ουσιαστική (όσο κι αν ο Άνταρ ή/και τα ίδια τη νιώθουν έτσι), ή απλά ακολουθούν άθελά τους ένα σχέδιο που ο Σάουρον έχει καταστρώσει πολύ πολύ καιρό πριν – κάτι που κολλάει απόλυτα με την τραγικότητα που διαπνέει τη Μέση Γη.
Τέλος, όσον αφορά το όνομα του επεισοδίου· Udûn σημαίνει κόλαση, ενώ αυτό ήταν και το όνομα του Ουτούμνο, του πρώτου φρουρίου του Μόργκοθ, εκεί που δημιουργήθηκαν τα πρώτα ορκ. Από αυτήν την άποψη λοιπόν Udûn είναι η πατρίδα των ορκ· τόσο η κοιτίδα τους όσο και η νέα χώρα που θα φτιάξει ο Άνταρ, μια πατρίδα παρελθοντική και μια ευαγγελιζόμενη, μελλοντική, μια πατρίδα που αποκτούν καταστρέφοντας την πατρίδα των ανθρώπων των Southlands, μετατρέποντάς τη σε κόλαση.
Το άλλο εξαιρετικά σημαντικό που μαθαίνουμε, πάλι από τα λεγόμενα του Άνταρ, έχει να κάνει με τον Σάουρον. Φαίνεται πως οι δημιουργοί πάτησαν πάνω σ’ αυτό που αναφέρει το Σιλμαρίλλιον για την ειλικρινή μεταμέλεια του Σάουρον μετά τον Πόλεμο της Οργής, τότε που αυτός φαίνεται να είχε μετανοήσει για ένα διάστημα· ο φόβος όμως και η υπερηφάνεια του τον απέτρεψαν απ’ το να παραδοθεί στους Βάλαρ, οπότε και κρύφτηκε (σύμφωνα με τη σειρά πιθανώς στο φρούριο στον βορρά), ενώ λίγο αργότερα, σύμφωνα με τον Άνταρ, βάλθηκε να θεραπεύσει τη Μέση Γη (κάτι που απ’ όσο είδα αναφέρει ο Τόλκιν σε κάποιο γράμμα του). Καθότι όμως οντότητα παθιασμένη με την τάξη και τον έλεγχο, η θεραπεία αυτή σήμαινε για τον Σάουρον μια αναδιάρθρωση του κόσμου, έναν νέο σχεδιασμό αυτού σύμφωνα με τις βουλές και το όραμά του, έτσι ώστε να φέρει τον κόσμο σε μια τέλεια τάξη. Ο υπερήφανος αυτός Μάια καταλήγει λοιπόν ως ενσάρκωση της απόλυτης, στείρας τάξης που τόσο μισούσε ο Τόλκιν, της τρομακτικής οργάνωσης, του ασφυκτικού ελέγχου.
Άλλα πράγματα που μου άρεσαν στο επεισόδιο:
Το ότι η μάχη δεν συνέβη ως πολιορκία στον πύργο στο Οστίριθ, κάτι που θα παραήταν αναφορά στο Helm’s Deep.
Ο διάλογος της Γκαλάντριελ με τον Ισίλντουρ στο πλοίο, λίγο πριν χαράξει και φανεί η Μέση Γη. Εκεί φαίνονται απαλές αντανακλάσεις της Γκαλάντριελ της Τρίτης Εποχής.
Ό,τι και να πει ο Ελέντιλ είναι αδιανόητα επικό, αλλά αυτό το “We’re sailing into the dawn, yet to me it feels like the coming of the night” πέρα από υπέροχα αρθρωμένο, έχει κάτι από τη προφητική ματιά που λεγόταν αργότερα πως είχαν οι Ντούνεντάιν, μια βαθιά ματιά που ξεπερνάει την οποιαδήποτε ανθρώπινη σοφία για ν’ αγγίξει το πηγάδι της μοίρας.
Η αποτυχημένη απόπειρα του Αρόντιρ να καταστρέψει το σπασμένο σπαθί με το σφυρί που προοικονομεί την άθραυστη φύση του Ενός Δαχτυλιδιού. “It is beyond our skill to destroy,” λέει, όπως θα πει αργότερα ο Έλροντ στο συμβούλιο: “But Gandalf has revealed to us that we cannot destroy it by any craft that we here possess.”
Το σημείο που ο Αρόντιρ λέει στον Θίο να δώσει το σπαθί (έστω κι αν αυτό έχει κάνει στην πραγματικότητα φτερά) στους Νουμενόριους για να το πετάξουν στη θάλασσα επιστρέφοντας, θύμισε ξανά το συμβούλιο του Έλροντ όπου είχε αναφερθεί πως θα μπορούσαν να πετάξουν το δαχτυλίδι στη θάλασσα.
Το επεισόδιο μου θύμισε το πόσο ωραίο είναι το δόρυ, αυτό το μυθολογικό όπλο που τόσο έχει παραγκωνιστεί στο fantasy από το σπαθί.
“Light and high beauty, beyond the dark’s reach,” λέει η Μπρόνγουιν θυμίζοντας τον Σαμ που πολύ πολύ αργότερα, σε ένα μέρος όχι ιδιαίτερα μακριά από εκεί, θα σκεφτεί: “For like a shaft, clear and cold, the thought pierced him that in the end the Shadow was only a small and passing thing: there was light and high beauty for ever beyond its reach.”
Ο επικός Tredwill (RIP) που σουβλίζει κατά ριπάς ορκ και συντοπίτες του.
Η «αδελφοκτονία» των ανθρώπων στα Southlands. Τραγικό γεγονός, από αυτά που είναι αντάξια της Μέσης Γης, ενώ ήταν και μια ωραία τακτική από τη μεριά των ορκ.
Το πόσο καλός ηθοποιός είναι ο Θίο, όπως φάνηκε στη σκηνή με τον τραυματισμό της Μπρόνγουιν. Επίσης η απώλεια και η αδυναμία που νιώθει χωρίς το σπαθί (πρόσω ολοταχώς για νάζγκουλ), αλλά και τα μούτρα του όταν κοιτάει την Γκαλάντριελ για πρώτη φορά και ρωτάει τον Αρόντιρ ποια είναι αυτή.
Τα stunts της Γκαλάντριελ επί του αλόγου ήταν απόλαυση, Λεγκολίστικα κόλπα που μου αρέσουν περισσότερο από τα αυθεντικά.
Η σκηνές μάχης του Άροντιρ (παρότι η σκηνή με το μάτι κράτησε κάπως παραπάνω απ’ όσο θα ‘πρεπε).
Το σημείο που ο Ισίλντουρ λέει πως του αρέσουν τα βουνά. Πρόκειται για τα Έφελ Ντούαθ, εκεί όπου αργότερα θα φτιάξει τη Μίνας Ίθιλ.
Κακομοίρη Όνταμο, μια μάχη σου ήταν όντως αρκετή για μια ζωή.
Ο Χάλμπραντ που στήνεται ως Άι-Γιώργης έχοντας λογχίσει το χέρι του Άνταρ.
Όλος ο διάλογος του Άνταρ με την Γκαλάντριελ είναι από τις πιο ωραίες σκηνές της σειράς. Όχι μονάχα για το περιεχόμενο, αλλά και λόγω των σαλεμένων γωνιών λήψης που αναποδογυρίζουν την σχετική χωρική τοποθέτηση των δύο (θεωρητικά η Γκαλάντριελ βρίσκεται ψηλά κι ο Άνταρ κάτω).
Λοιπόν, εκεί που ο Άνταρ αναφέρει τον Σάουρον ως έναν μάγο-ερευνητή που με μονολιθική μανία αναζητεί τη δύναμη όχι της, αλλά επί της, σάρκας, μου ήρθε ως έκλαμψη ο Τάλσα Ντουμ και ο γρίφος του ατσαλιού.
Όλη η τελευταία σκηνή, από το άνοιγμα του φράγματος από τον Γουόλντρεγκ κι έπειτα, με τη βροχή μετεωριτών, τα νερά που έπεφταν στα έγκατα, την έκρηξη του ηφαιστείου, τη δημιουργία της Μόρντορ.