"/assets/images/vdarkages5.jpg", "height"=>100, "width"=>100}" />
Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε αλαφιασμένος γύρω του – τον είχε ξυπνήσει ένας υπόκωφος θόρυβος σαν να σφαλίσαν μεταξύ τους μονιασμένα τα φύλλα από ξύλινο παντζούρι. Το μόνο φως στο δωμάτιο ερχόταν από τα πλήκτρα του λάπτοπ, μια κόκκινη λάμψη που του θύμιζε θράκα από τζάκι. Εδώ κι ενάμιση χρόνο, άλλωστε, απ’ όταν είχε έρθει στην Αθήνα για σπουδές, η μεριά του σαλονιού με τον καναπέ και το τραπεζάκι του υπολογιστή ήταν το παραγώνι του: εκεί πέρναγε την περισσότερη ώρα, μπροστά στις δεκαπέντε ίντσες της οθόνης που εκτελούσε χρέη οικιακής εστίας.
Κοίταξε το κινητό – η ώρα ήταν σχεδόν τέσσερις το πρωί. Τον είχε πάρει ο ύπνος ξαπλωμένο στον καναπέ, στη μέση κάποιου επεισοδίου που το αγουροξυπνημένο του μυαλό αδυνατούσε να θυμηθεί.
Οι ώμοι του έτσουζαν, τα πόδια του ήταν πιασμένα σαν να ‘χε περπατήσει χιλιόμετρα· ολόκληρο το σώμα του πόναγε. Πρέπει να είχε κοιμηθεί άτσαλα, σε κάποια άβολη στάση – το κορμί του θυμήθηκε γεμάτο χολή το κάμπινγκ του καλοκαιριού, τον ύπνο στη σκηνή.
Κρύωνε. Η μάλλινη κουβέρτα που είχε τυλίξει γύρω του πριν κοιμηθεί, μια χοντρή βελέντζα που είχε απαιτήσει να φέρουν οι γονείς του απ’ το χωριό, τόσο μεγάλη που μπορούσε να χάνεται μες στις πτυχές της και ν’ απομονώνεται τελείως από τον έξω κόσμο, ήταν τώρα πεσμένη στο αφράτο χαλί που σκέπαζε ολόκληρο σχεδόν το δωμάτιο. Ήταν το μόνο χαλί που είχε στρώσει στο φοιτητικό του σπίτι, για χάρη της πιο κρύας εποχής – δεν μπορούσε να φανταστεί χειμώνα με γυμνό πάτωμα.
Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που θα πέρναγε μόνος, μακριά απ’ την οικογένεια και το σπίτι του (αν κι από πέρυσι το διαμέρισμα αυτό ήταν η κύρια κατοικία του, ο νους του ακόμη δεν το είχε χωνέψει ως σπίτι δικό του). Για ν’ αποφύγει την επιστροφή στο χωριό είχε φέρει ως δικαιολογία την περιστασιακή δουλειά που είχε πιάσει μετά το καλοκαίρι – αυτός ήταν, άλλωστε, πέρα απ’ το συμπλήρωμα του μηνιάτικου, ο κύριος λόγος που την είχε αναζητήσει. Καθώς οι γιορτές πλησίαζαν είχε αρχίσει να έχει δεύτερες σκέψεις και κάποιες ενοχές οι οποίες όμως εξατμίζονταν αποτελεσματικά με κάθε εισερχόμενη κλήση απ’ τους δικούς του.
Το ισόγειο διαμέρισμα ήταν σιωπηλό. Ο ήχος που τον είχε ξυπνήσει (αν δεν ήταν της φαντασίας του) πρέπει να είχε έρθει απ’ έξω, ίσως από κάποιο παράθυρο ψηλότερα στην πολυκατοικία. Υπήρχε όμως μια δυσωδία στην ατμόσφαιρα, μια ανησυχητική οσμή, σαν να είχε καεί κάτι βαθιά απωθητικό, σαν κάποιος να είχε καψαλίσει χαλασμένο κρέας ή βρώμικα νύχια.
Φόρεσε τη ζακέτα που είχε αφήσει στη διπλανή πολυθρόνα κι έπιασε τις κάλτσες που ήταν παραδίπλα, ένα ζευγάρι που είχε μονάχα για μες στο σπίτι. Πήγε να τις βάλει και διαπίστωσε πως τα πέλματά του ήταν βρώμικα· ένιωθε σαν να είχε πατήσει σε ταψί με λαδερό φαγητό. Άναψε τον φακό του κινητού και τα εξέτασε: γυάλιζαν, καλυμμένα με λάδι, σάλτσες και μικρά κομμάτια αδιευκρίνιστων τροφών. Κοίταξε τριγύρω για χαρτί μα δεν βρήκε κάτι. Αναθεμάτισε και χρησιμοποίησε τις κάλτσες για να καθαρίσει τα πόδια του, για να λερώσει όσο λιγότερο το χαλί.
Ήπιε μια γουλιά νερό απ’ το μπουκάλι που κουβαλούσε παντού μέσα στο σπίτι και προσπάθησε να διακρίνει από πού ερχόταν η οσμή. Πατώντας στις μύτες, κινήθηκε προς την κουζίνα, στ’ αριστερά του, και άνοιξε την πόρτα.
Η μυρωδιά ήταν έντονη εδώ, άσχημη, πιο κοντά σ’ αυτή του σαπισμένου κρέατος ή του φαγητού που έχει ξεχαστεί εβδομάδες – την ήξερε καλά αυτήν τη δυσωδία· δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε λησμονήσει μες στο ψυγείο φαγητά για εβδομάδες ολόκληρες, μέσα σε τάπερ που τα είχε πετάξει ολόκληρα στα σκουπίδια, μαζί με τα περιεχόμενά τους, δίχως να τ’ ανοίξει, αηδιασμένος από την όψη του εσωτερικού τους μέσα από τα ημιδιαφανή τοιχώματα.
Πάτησε τον διακόπτη για το φως. Το χάος που επικρατούσε τον τρόμαξε. Υπήρχαν παντού σκούροι λεκέδες σαν κάποιος να είχε στριφογυρίσει με δύναμη μια τρύπια σακούλα γεμάτη με λαδερά φαγητά. Το ψυγείο ήταν ανοιχτό, το λαμπάκι του καμένο. Στο πάτωμα υπήρχαν πεταμένα κρέατα, στο τραπέζι διαμελισμένα λαχανικά· τ’ απομεινάρια της χτεσινής μακαρονάδας κολύμπαγαν στον βουλωμένο νεροχύτη· τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες που του ‘χε στείλει η μητέρα του με το ΚΤΕΛ είχαν γίνει θρύψαλα· τρίμματα είχαν κολλήσει στον τοίχο και λάδια έσταζαν από το τζάμι του παράθυρου. Τα πάντα είχαν όψη προχωρημένης αποσύνθεσης, αδικαιολόγητης – ήταν σίγουρος πως δεν είχε ξεχάσει έξω κάποιο φαγητό· άλλωστε η θερμοκρασία εδώ και τρεις ημέρες ήταν ανέλπιστα χαμηλή.
Κοίταξε την μπαλκονόπορτα της κουζίνας· ήταν κλειστή, δίχως ίχνος παραβίασης, αν και ολόγυρα στη λευκή κάσα της υπήρχαν μαύρα σημάδια, σαν να την είχαν πασπαλίσει με καρβουνόσκονη. Για μια στιγμή πανικοβλήθηκε, σκέφτηκε πως είχε πέσει σε κάποιο κώμα κι είχε ξυπνήσει εβδομάδες μετά, πως γι’ αυτό είχαν χαλάσει τα φαγητά, πως γι’ αυτό ήταν εξαντλημένα τα πόδια του και είχε σημάδια στο σώμα, έφταιγε η ακινησία. Κοίταξε την ημερομηνία στο κινητό κι ανακουφίστηκε (μα απογοητεύτηκε και λίγο) βλέποντας πως έγραφε 25η Δεκεμβρίου 2022· οι μέρες δεν είχαν ξεφύγει από κάποια τρύπα της κλεψύδρας του έτους. Άλλωστε, σκέφτηκε, οι γονείς του δεν θα είχαν κάτσει άπραγοι αν έβλεπαν πως δεν απάνταγε σε έστω και ένα από τα καθημερινά τους τηλεφωνήματα – θα είχαν πάρει την ηλικιωμένη διαχειρίστρια στον τρίτο που είχε κλειδί για το διαμέρισμά του, θα είχαν καλέσει την αστυνομία και σε αστραπιαίο χρόνο οι ίδιοι θα ήταν καθ’ οδόν για την Αθήνα.
Πώς είχε συμβεί αυτός ο χαμός; Θα μπορούσε να είχε χωθεί κάποιο αδέσποτο στο σπίτι, μα ήταν σίγουρος πως είχε κλείσει την πόρτα του ψυγείου και δεν πίστευε πως η αστική πανίδα περιλάμβανε ζώο που θα μπορούσε να την ανοίξει μονάχο του.
Τότε ήταν που πρόσεξε πως στο πάτωμα υπήρχαν πατημασιές, σημάδια από γυμνά πέλματα, μέσα στους λεκέδες. Πλησίασε διστακτικά το πόδι του σ’ ένα από αυτά για να συγκρίνει το μέγεθος – ήταν το ίδιο. Πρέπει να είχε υπνοβατήσει. Εξέτασε τη διαδρομή των βημάτων μέσα στο δωμάτιο – το μοτίβο τους ήταν αλλοπρόσαλλο, σαν αποτύπωμα αναποφάσιστης πένας, σαν τρέκλισμα κουβαλητή με τρομερό φορτίο, σαν ίχνος από υποζύγιο με μοχθηρό αναβάτη. Μ’ αυτά που οι πατημασιές υπονοούσαν πως είχε κάνει όσο κοιμόταν, ήταν απολύτως λογικό να πονάει ολόκληρο το σώμα του. Φαντάστηκε τον εαυτό του με προσωπείο μαινάδας να χορεύει αφηνιασμένος μες στον ύπνο του, να πηδάει εδώ κι εκεί δίχως σκοπό, ακολουθώντας κάποιον άφατο ρυθμό. Τρόμαξε με τη σκέψη, με την εικόνα ενός αγνώστου με τη μορφή του.
Μάζεψε τα χοντρά και σκούπισε με γενναίες ποσότητες από χαρτί κουζίνας. Η μπόχα ήταν ανυπόφορη, τον έκανε ν’ αναγουλιάζει. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και το ψύχος που όρμησε μέσα από τις γρίλιες του παντζουριού έκοψε λίγη από τη βρώμα. Πήρε μαζί του το ρολό με το χαρτί, επέστρεψε στο σαλόνι κι έκλεισε πίσω του την πόρτα της κουζίνας – θα καθάριζε περισσότερο αύριο.
Άναψε τον πολυέλαιο και είδε μ’ αποτροπιασμό πως υπήρχαν κι εκεί βρώμικες, ρουφηχτές πατημασιές: πηγαινοέρχονταν στην κουζίνα και κατέληγαν στον καναπέ. Τις καθάρισε γρήγορα, με μισόκλειστα μάτια λες και η όψη τους μπορούσε να τον βρωμίσει ανεξίτηλα, κι έπειτα έτρεξε στο μπάνιο. Έβγαλε τα ρούχα κι έπλυνε ξανά και ξανά τα πόδια και τα χέρια του, έτριψε ολόκληρο το σώμα με μανία μέχρι να φύγει η λίγδα, μέχρι να νιώσει πως η βρώμα είχε παραδοθεί. Έριξε νερό στο πρόσωπο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη – φαινόταν κουρασμένος, άυπνος. Πρόσεξε πως στους ώμους του υπήρχαν σκούρα σημάδια, σαν από δάχτυλα ισχνά και μακριά, λωρίδες κόκκινες σαν βλοσυρά εγκαύματα. Φαντάστηκε ξανά τον εαυτό του ως υπνοβάτη χορευτή· αυτήν τη φορά υπήρχε ένα ακαθόριστο ον στους ώμους του, κάτι που τον κατεύθυνε με τερατώδη χέρια και του ψιθύριζε στο αυτί έμμετρες ανοησίες γεμάτες τρόμο, στίχους που φούντωναν τον ρυθμό του χορού του.
Γύρισε στο σαλόνι, φόρεσε καινούριες πιτζάμες και πήρε ένα καθαρό ζευγάρι κάλτσες από τη συρταριέρα. Η βρώμα είχε μειωθεί, είχε σχεδόν χαθεί, αφήνοντας ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια μια άλλη μυρωδιά, απαλότερη, που θύμιζε πριονισμένο ξύλο μαζί με πληγιασμένο κάρβουνο, μία οσμή που τον γύρισε πίσω στο χωριό. Την ακολούθησε μέχρι την εξώπορτα του διαμερίσματος – ερχόταν από τον διάδρομο. Άδραξε το κάλυπτρο απ’ το ματάκι. Δίστασε λίγο μα ήθελε να βεβαιωθεί πως δεν είχε πιάσει φωτιά η οικοδομή. Κοίταξε στον διάδρομο – σκοτάδι. Μήπως είχε γίνει σεισμός; Αυτό θα μπορούσε να δικαιολογήσει κάποιο από το χάος στην κουζίνα, ίσως και τη δική του αλλοπρόσαλλη υπνοβατική συμπεριφορά.
Ξάφνου το μυαλό του πήγε στο λεβητοστάσιο που ήταν ακριβώς κάτω απ’ το διαμέρισμά του. Θεωρητικά το ντεπόζιτο ήταν άδειο, μιας και οι ένοικοι είχαν συμφωνήσει εδώ και χρόνια, πολύ πριν την άφιξή του, πως δεν άντεχαν την τιμή του πετρελαίου – ο καθένας χρησιμοποιούσε κλιματιστικό, ηλεκτρικές θερμάστρες ή απλά κουβέρτες, όπως ο ίδιος. Μα ένας φόβος σκάλωσε μέσα του: αν είχε γίνει σεισμός τότε μπορεί να είχε λαβωθεί ο λέβητας που ίσως κράταγε μέσα του ακόμη λίγο πετρέλαιο από παλιότερες εποχές· αν το ταρακούνημα τον είχε ενεργοποιήσει με κάποιον παράδοξο τρόπο τότε η δεξαμενή μπορεί να έσκαγε από στιγμή σε στιγμή. Πανικοβλήθηκε.
Έβαλε γρήγορα τ’ αθλητικά του παπούτσια χωρίς να δέσει τα κορδόνια, ξεκλείδωσε την πόρτα και βγήκε στον διάδρομο ρίχνοντας τα κλειδιά στην αριστερή τσέπη της ζακέτας. Συνέχισε να τα κρατάει με τα δάχτυλα για να μην κάνουν θόρυβο – δεν είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο να υπήρχε κάποιος εισβολέας, δίποδος ή τετράποδος, στην πολυκατοικία.
Για μια στιγμή θέλησε να τρέξει, να βγει απ’ την οικοδομή και να περιμένει το μπαμ που πλέον του φαινόταν αναπόφευκτο. Έπειτα όμως αναλογίστηκε όλα τα πράγματα που είχε μες στο διαμέρισμα και δίστασε – τα πόναγε, δεν του πήγαινε η καρδιά να τα παρατήσει. Σκέφτηκε να πάρει τηλέφωνο την πυροσβεστική μα δεν θυμόταν τον αριθμό της· δεν ήταν απ’ τους τριψήφιους που αποστήθιζε κανείς. Σκέφτηκε να τον ψάξει στο ίντερνετ, μα αποφάσισε να ρίξει πρώτα μια ματιά στο υπόγειο, μη γίνει ρεζίλι στους ανθρώπους χριστουγεννιάτικα.
Κατέβηκε σιγανά τη στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο. Πρόσεξε πως στα σκαλοπάτια υπήρχε κάποιου είδους σκόνη. Έσκυψε και κοίταξε και μύρισε· διαπίστωσε πως ήταν πριονίδι. Ο νους του πήγε στη μεταλλική λεκάνη που είχαν στο σπίτι στο χωριό για να κουβαλάν τα κούτσουρα για το τζάκι – στον πάτο της ήταν μαζεμένα ροκανίδια που συσσωρεύονταν καθώς προχώραγε ο χειμώνας· τα άδειαζαν μονάχα όταν ζέσταινε ο καιρός, την άνοιξη.
Η σιδερένια πόρτα του λεβητοστάσιου, που ως τώρα την είχε πετύχει μονάχα κλειδωμένη, έστεκε μισάνοιχτη. Ξάφνου ο πανικός του υποχώρησε, θορυβημένος απ’ την επέλαση της περιέργειας· θέλησε να εξερευνήσει ετούτη τη γωνιά του κτιρίου που ως τώρα του ήταν απόκρυφη. Σύρθηκε ως το άνοιγμα και κοίταξε μέσα.
Ήταν ένα μικρό δωμάτιο, περίπου ίσα με την κρεβατοκάμαρά του, ασφυκτικά γεμάτο μ’ έναν τεράστιο λέβητα. Το μηχάνημα – ένα συνονθύλευμα από μεταλλικούς σωλήνες και μια πελώρια δεξαμενή – έμοιαζε μ’ αερόπλοιο που ήταν καταδικασμένο να μην απογειωθεί ποτέ. Ήταν κρύο, σιωπηλό και φανερά κοιμισμένο εδώ και χρόνια.
Πήρε βαθιά ανάσα. Η μυρωδιά κομμένου ξύλου και κάρβουνου αναμειγνυόταν με μια στυφή τσίκνα που του θύμισε ιδρώτα από βιομηχανία, ένα χαρμάνι θαρρείς βγαλμένο από τα σπλάχνα σιδηρουργείου που οι γανωμένοι εργάτες του δεν είχαν αντικρίσει ποτέ το φως του ήλιου.
Έριξε το φως του κινητού ολόγυρα στο δωμάτιο. Τα πριονίδια ήταν πυκνότερα εδώ και σχημάτιζαν μια μακρόστενη λωρίδα, ένα σαθρό μονοπάτι που ξεκίναγε από την πόρτα, παρέκαμπτε τον λέβητα από αριστερά κι έπειτα χανόταν πίσω του. Πάνω στην ξύλινη αυτή σκόνη εντόπισε μικρά αχνάρια από οπλές, σχεδόν αδιόρατα, σαν να είχε περάσει από εκεί κάποιο μικρό κοπάδι ζώων. Ηρέμησε κάπως όταν πρόσεξε πως ακολουθούσαν αντίθετη φορά απ’ τη δικιά του – ό,τι κι αν ήταν αυτοί οι μυστηριώδεις ταξιδιώτες, είχαν τραβήξει ρότα προς τα πάνω και δεν θα διασταυρώνονταν (ξανά; σκέφτηκε για μια στιγμή) μαζί του. Ακολούθησε το ίχνος και σταμάτησε ταραγμένος μόλις είδε πού κατέληγε το μονοπάτι.
Στο πάτωμα πίσω απ’ τον λέβητα υπήρχε μια τρύπα. Πέντε-έξι απ’ τα μεγάλα πλακάκια του δαπέδου είχαν ξηλωθεί βίαια ενώ και το τσιμέντο από κάτω τους είχε διαλυθεί, αφήνοντας να χάσκει μια τρύπα που μετά βίας χώραγε έναν άνθρωπο. Από το άνοιγμα ξεπρόβαλλε η κορυφή ενός πελώριου κλαδιού· ήταν ξερό μα στιβαρό και γεμάτο μεγάλους ρόζους που εξείχαν σαν μικρά πατήματα – η κάτω άκρη του χανόταν μες στην τρύπα, στα έγκατα των θεμελίων της οικοδομής.
Η εικόνα της αδρής αυτής σκάλας του έβγαλε κάτι νοσταλγικό, κάτι απ’ το κοτέτσι που χρησιμοποιούσαν οι παππούδες του ως αποθήκη, εκεί που στοίβαζαν ξεχαρβαλωμένα εργαλεία και κούτσουρα και νταμιτζάνες με καλαμένια επίστρωση, κάτι απόλυτα ταιριαστό με το πνεύμα της βραδιάς αυτής, με τα όνειρα που έκανε μικρός τις νύχτες των Χριστουγέννων.
Κοντοστάθηκε στο χείλος της τρύπας. Τι υπήρχε κάτω απ’ το υπόγειο της οικοδομής όπου έμενε τα τελευταία δύο χρόνια; Ίσως κάποιος γείτονας είχε εντοπίσει θησαυρό στα βάθη του οικόπεδου; Ή μήπως σ’ ένα απ’ τα γύρω κτίρια υπήρχε κάτι πολύτιμο, κάτι αρκετά σημαντικό ώστε να αναγκάσει κάποιον να σκάψει ολόκληρη σήραγγα και να οργανώσει ριφιφί παραμονή Χριστουγέννων;
Κι αν η τρύπα αυτή ήταν η κατάληξη κι όχι η αφετηρία της σήραγγας; Πέρασε απ’ τον νου του η εικόνα μιας υπόγειας φυλακής, βαθιά κάτω από τη γειτονιά του· φαντάστηκε έναν δραπέτη που είχε αναδυθεί μέσα απ’ τη γη για ν’ απολαύσει όση σαθρή ελευθερία μπορούσε ν’ αρπάξει στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Ακούμπησε στον τοίχο και πήρε βαθιά ανάσα. Ήταν σαστισμένος, μπερδεμένος, αλλά και γεμάτος ενθουσιασμό και διάθεση για εξερεύνηση. Ένιωθε πως κάτι είχε ανακινήσει την πραγματικότητα αφήνοντάς την ελαφρώς σαλεμένη· και είχε λίγο μονάχα χρόνο μέχρι τα πάντα να επανέρθουν στη γνώριμη και τόσο πεζή θέση τους.
Κατέβηκε προσεκτικά το κλαδί, την πρωτόγονη αυτή σκάλα, με την ίδια επιμέλεια που ανέβαινε τα δέντρα στο δάσος όταν ήταν μικρός. Ούτε που πρόσεξε τη γάνα που καθόταν στις παλάμες του κάθε φορά που ακούμπαγε το ξύλο.
Πέντε περίπου μέτρα πιο κάτω βρέθηκε σ’ έναν πέτρινο διάδρομο με κατηφορική κλίση. Ίσως κάποτε υπήρχαν ορυχεία κάτω απ’ την Κυψέλη παρόλο ποτέ δεν είχε ακούσει κάτι σχετικό. Ποιο πιθανό του φάνηκε να είναι κάποια απ’ τις στοές που οι συνομωσιολόγοι πίστευαν πως διατρέχουν το υπέδαφος της πρωτεύουσας. Ή ίσως ο διάδρομος ήταν απομεινάρι κάποιας παλιότερης οικίας που η αχαλίνωτη δόμηση την είχε καταπιεί, μια μπουκιά που ακόμη ταξίδευε με πρωτοφανή βραδύτητα στο πεπτικό σύστημα της περιοχής – δεν θέλησε ν’ ασχοληθεί με τη σκέψη πως κάλλιστα μπορούσε ο ίδιος να ήταν μια αντίστοιχη μπουκιά.
Με το κινητό να φέγγει τα βήματά του (η μπαταρία ήταν στο 82%) ακολούθησε την κατηφορική, γεμάτη υγρασία περιστροφική σήραγγα που ήταν εμφανώς θερμότερη από τους χώρους της πολυκατοικίας.
Το σπήλαιο που βρήκε στο τέλος της διαδρομής ήταν πελώριο – η πέρα άκρη της αίθουσας ήταν χαμένη στο σκοτάδι, πέρα από την εμβέλεια του φακού του κινητού. Είκοσι μέτρα μακριά υπήρχε μια πελώρια ξύλινη κολώνα, σαν τερατώδης στύλος της ΔΕΗ ή σαν παλούκι που είχε χωθεί βαθιά στα σωθικά της γης· ξεπρόβαλλε απ’ το χωμάτινο δάπεδο και χανόταν ξανά στην πέτρινη οροφή της αίθουσας. Η διάμετρος της κολώνας ήταν σταθερή σ’ όλο το μήκος της, πέρα από ένα σημείο, μισό περίπου μέτρο από το πάτωμα. Εκεί ο στύλος ήταν φαγωμένος, ξυσμένος, εσκεμμένα πελεκημένος, έτσι που το πάχος του είχε γίνει ελάχιστο, μονάχα λίγα εκατοστά. Η κολώνα τού έδωσε την εντύπωση μιας τεράστιας ξύλινης κλεψύδρας που αρκούσε ένα μονάχα χτύπημα για να την καταστρέψει, για να σκορπίσει ολόγυρα την άμμο της, τον χρόνο ολάκερο.
Πλησίασε τη στήλη και παρατήρησε πως στο λαβωμένο σημείο υπήρχε μια ανεπαίσθητη κίνηση, σαν οι ίνες απ’ το ξύλο να πλέκονταν μεταξύ τους εκείνη τη στιγμή, μπροστά του, για να δημιουργήσουν νέα σάρκα, για ν’ αντικαταστήσουν τη σάρκα που είχε αφαιρεθεί απ’ την κολώνα – το ξύλο έγιαινε μπροστά του!
Ακούμπησε το πελώριο ξύλο και στο μυαλό του ξεπήδησε ξαφνικά μια από τις γιορτινές ιστορίες που άκουγε μικρός – αυτή για τους καλικάντζαρους που ολοχρονίς πελεκούσαν το δέντρο που στήριζε τη γη, βαθιά μέσα στα σπλάχνα της. Τα κακόμοιρα αυτά πλάσματα με τον ερχομό των εορτών εφησυχάζονταν βλέποντας πως ο στόχος τους είχε επιτευχθεί και παρασύρονταν στην επιφάνεια από το πνεύμα των ημερών εκείνων – λαχτάραγαν για τη ζέστη και το φαγητό της οικιακής εστίας και έστηναν ξέφρενους χορούς μ’ ανυποψίαστους ανθρώπους. Μα όταν επέστρεφαν, μετά τα Φώτα, έβρισκαν το δέντρο ακέραιο, γεμάτο σφρίγος, τον ετήσιο κόπο τους χαμένο.
Πάντα τον έπιανε παράπονο όταν σκεφτόταν την ιστορία αυτή, ένας καημός γι’ αυτά τα πλάσματα τα τόσο παραδομένα στο ένστικτο που δεν κατάφερναν ν’ αποτελειώσουν το έργο τους. Πόσες φορές μικρότερος ήθελε να βρεθεί εκεί πλάι στο δέντρο, ν’ αρπάξει ένα απ’ τα πριόνια που είχαν αφήσει οι καλικάντζαροι και να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στο δέντρο – κι αν ο κόσμος χανόταν μετά απ’ αυτό, τουλάχιστον θα είχε αποτελειώσει αυτό το αιώνιο μαρτύριο των πλασμάτων.
Πλάι στην κολώνα, τον πελώριο κορμό, ακούμπαγε τώρα ένα τσεκούρι σκουριασμένο. Το πήρε στα χέρια του – έκαιγε κι ήταν βαρύ σαν να κουβάλαγε ολόκληρο τον χρόνο στην κοψιά του, τον μόχθο αναρίθμητων ετών. Πήρε φόρα και, πριν τον καταβάλει η κάψα του εργαλείου, πρόλαβε να ρίξει ένα χτύπημα στο πληγιασμένο ξύλο, στο πιο τρωτό σημείο του. Ακούστηκαν μακρινές ιαχές θριάμβου, ένας κατακλυσμιαίος αχός σαν να κατέρρεε ταυτόχρονα ολόκληρη η πόλη κι έπειτα τα πάντα έσβησαν.