"/assets/images/0182.jpg", "height"=>100, "width"=>100}" />

Λυσσαλγία

Στις παρυφές του ερημικού χωριού, ερχόμενος ο επισκέπτης από το Νότο (σημάδι ότι προσφάτως γαλουχήθηκε στη βιριδιανή ηψικάμινο του γειτνιάζοντος άβατου ρουμανιού, του επί χιλιετηρίδες αφιερωμένου στην – ιδιαίτερα στείρα όσον αφορά την απόδοση παρουσιών σε γραπτές αναφορές – έκφανση του Πάνα ως το άφθαρτο άρμα που κατέλαβαν οι Μινυάδες κατά τη διονυσιακή εξύψωσή τους μέσω του οριζοντοθραυστικού αγγίγματος των Μανιών) καλωσορίζει το θέαμα του άχαρου, γκριζωπού μα καλοδιατηρημένου μοναστηριού, οασικό αγκυροβολικό αντίβαρο για τους καταπονημένους από άχραντη αλογικότητα οφθαλμούς. Βασάλτης σε βασάλτη, απείθεια στις προσταγές της καμπύλης, πλέον μονοκόμματη και μονολιθική της πτώσεως πέλεκυ δημίου, η φωλιά της απόκοσμης αφοσίωσης στέκεται για αιώνες ως ακούσια μήτρα οικισμών, βραχύβιων στο σύνολό τους, μα πεισματικά διαιωνίζοντας τον δίαυλο επαφής των ασκητών με το κοσμικό σμάρι, καθιστώντας αμφισβητήσιμη την υιοθέτηση του ερημιτικού όρου από τους μοναχούς.

“Ήξερα ότι η καρδιά του συμπλέγματος, ο Ναός του Κρεμάμενου Ικέτη, περήφανα διέχεε νεφελώδη ερεθίσματα στα επίγεια νεύρα του Κυρίου, χαλεπείς μονάδες αραχνιασμένων κυττάρων του άχρονου Αδάμαντα. Πυρακτωμένη εθελοτυφλία με έστειλε να υποτάξω την αδάμαστη δέσποινα των ουράνιων ιστών. Σπίλωση θεώρησαν την ακατήχητη ευγένεια των απλοϊκών παγανών, τη ζέση των αδιάβλητων προσφορών τους, ως βλασφήμια συκοφάντισαν την πλέξη του εργόχειρου της λυσσαλγίας. Μα οι ήλοι των εξαπτέρυγων ευσφράγιστα κρατούν τα μάτια που δεν άγγιξε η λάμψη της Μανίας και από τα τέσσερα σημεία της πλάσης δεν μου ορίσανε κάποιο για απαγορευμένο, έτσι τη μύηση του μεσονύκτιου Νοτιά στάθηκα άξιος να καρπωθώ.”

Ο ταξιδιώτης, παρά την αγαλλίαση της μεταλλαγής του τοπίου από ακατέργαστα αναχρονικό (στα όρια του εχθρικού για πάσα ενσυνείδητη ύπαρξη που έχει αποποιηθεί τα ασυμβίβαστα ένστικτα του πρωτόλειου επιβιωτή) σε γνώριμα εξανθρωπισμένο, εναντιώμενος παράδοξα στην ανακουφιστική όψη του θρησκευτικού κτιρίου, την τόσο αναλγητική για τις φρενολογικές αστάθειες που επικτήθηκαν κατά τη διέλευση του δασικού τιτάνα, θα αποφύγει την σκιασμένη είσοδο με τα δύο δρύινα φύλλα να στέκονται σαν παράδοξα αγνές ιερές πόρνες, προσκλητήριες σειρήνες, τα πρόσωπα και τα άκρα των οποίων παρά ταύτα φαντάζουν εξαιρετικά συγκεχυμένα, θαρρείς για να ανασύρουν από την ταραγμένη επιφάνεια του υποσυνείδητου αντιστοιχίες απόλυτης ταύτισης με γνώριμα στο θεατή εκλιπόντα πρόσωπα. Μια πιο προσεκτική ματιά τείνει να καταντά αδύνατη για τον επιθυμών τη διατήρηση της λειτουργικότητας των ήδη ροκανισμένων νημάτων λογικής, και οι τάσεις αυτοσυντήρησης οδηγούνε τα πόδια βορειοδυτικά του κλίτους, προς την ευμεγέθη έκταση ενός περιφερικού στον οικισμό χωματόδρομου.

“Η γλώσσα της προβαβελικής κτίσης καθορίζει και πλαισιοποιεί τη διαύγεια της πνοής που μου αποκαλύφθηκε στην εστεμμένη έξοδο από το βάραθρο της σμαραγδένιας πολιτείας. Τα παιδιά Της, μακάρια πως θα τιτλοφορούντανε ευθύς, σείοντας από πάνω τους την παροντική κόρη της αμάθειας, που πλανεμένα τα αναγκάζει να αυτοαποκαλούνται ορφανά, με δέχτηκαν με πληγές και καλάθια, την ανάσα του ερπετού που κατακεραυνώνεται πριν κουλουριασμένο ενστερνιστεί το δέντρο και το δέντρο απωλέσει τους καρπούς του στο αδύναμο κοπάδι από τους σπασμούς του ευεργέτη. Τους επέστησα αναμονή και ζήλο στην εκπλήρωση των βουλών των τριών που παρακολουθούν αγέννητοι. Και αυτά με ευλογήσανε με την περιήγηση στα δώματά της και εκεί παρόλο που χλώμιασαν μου δείξανε αυτό που είχανε βγάλει από τα σωθικά της Κυβέλης και κατάλαβα πώς θα αποτίναζα τις αναθυμιάσεις.”

Ο περιηγητής καλείται να θαυμάσει την προοπτική που του ανοίγεται στην ανακάλυψη ενός λοφίσκου, μέχρι πρότινος κρυπτού από συστάδες αγριελάτων, των οποίων τα εξαιρετικά τραχιά βελονόφυλλα δημιουργούν στον καταπονημένο νου συνειρμούς για την βδελυρή ειδική ποιότητα των εδαφικών θρεπτικών στοιχείων και την παρουσία ανησυχητικών θαμπών αντανακλάσεων ανάμεσα στις ρίζες, μα η ατσαλωμένη θέληση μπορεί να συγκεντρωθεί με ένα στιγμιαίο βύθισμα των ακρόνυχων του ενός χεριού στην παλάμη, κι έτσι το μπαστούνι κινά γοργά προς το ύψωμα. Το υπερβολικά στρογγυλεμένο σχήμα του και η ομοιομορφία του χωματικού τάπητα μπορεί να προϊδεάσει τον αρχαιολάτρη φυσιοδίφη για την αναμενόμενη ονειροπόληση περί καταβαραθρωμένων τύμβων, θολωτών τάφων, και ακόμη κι ο αλαφροΐσκιωτος που θα αναφερθεί σε παγανιστικές δοξασίες σποράς οδοντικών θραυσμάτων για την βεβήλωση των νεκρών θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με μια προσεκτική ματιά στο έδαφος, κάτι όμως που στέκεται εξαιρετικά δύσκολο με την φαινομενικά απότομη επιδρομή της νύχτας, και την προσοχή στραμμένη στην ιδιόμορφη – γκροτέσκα θα λέγανε κάποιοι – πομπή που αχνοφαίνεται από την απομακρυσμένη του χωριού πλευρά του λόφου.

“Παραδόπιστοι προκάτοχοι, ανάξιοι του ανεπαίσθητα οδυνηρού, απείρως θελκτικού αγγίγματος των οσίων δεσμών Της, εκκόλαψαν τα κελύφη της αιχμαλωσίας αυτού που μου ψιθύριζε πίσω από τα πέπλα της κούνιας, πέρα από τους τοίχους που ύψωσαν μωροί διαπλαστές, μα κάθε θύλακας του εργόχειρού Της μετατρέπεται σε υπερτιμημένο κελάρι τιμωρίας των, τιμή αχρείαστη, ανάξια για υποτακτικούς του Λόγου, πεφωτισμένα να αλυχτούνε γοές λατρείας για τμήματα της αιωνιότητας δυσπρόσιτα μεγάλα για το μάτι να αγκαλιάσει. Οι θυγατέρες της μέσα στην αφέλειά τους κοινωνούν μαρτυρικά το νέκταρ της επιστροφής, προσφέρουν άθελα τον σπόρο τους για την ιακωβική κλιμάκωση του βαράθρου, απόψε ζέυουνε ζώντα οστά στο άροτρο του πρώτου θηρευτή, ο γιος της Σεμέλης περίμενε καρτερικά.”

Καθώς ο μακάριος προσκυνητής συναντά οπτικά και ενσωματώνεται νοητικά με την αυστηρά θηλυκή κουστωδία του καθ-ιερωμένου αρότρου, ενδόμυχα ταλανίζεται ανάμεσα σε ανακούφιση και βέβηλη περιέργεια γύρω από το οψιδιανόχρωμο κάλυμμα του ινίου, το οποίο καθρεφτίζεται αρνητικά στις λευκές κεφαλοκαλύπτρες των δύο οδηγών και του ανθρώπινου υποχείριου, γραίες στιγματισμένες από θανατερό στο βίο τους. Καθηλωμένος εν τέλει σε κατηφορική πορεία προς τους απαστράπτοντες σιωπηλούς ψαλμωδούς της Σελήνης, τα χαμογελαστά δρέπανα των εννέα παρθένων, των αλαλάζοντων ουρανοενδυμένων κυνηγών των παραδόσεων, βρίσκει με αξιοθαύμαστη νηνεμία ψυχής ομφάλια θαλπωρική την επανένδυση του ορφικού προσωπείου. Μα δεν έχουν καταραστεί άδικα την αδιακρισία των ματιών ανά τους αιώνες πλήθος νοητών, και ιδού, το πενιχρής ετικέτας βλέμμα του ικέτη εξακοντίζεται προς το προδοτικά έκπτωτο κάλυμμα που κείτεται δίπλα στο μέχρι πρότινος προστατευμένο του, στο οποίο τώρα οριοζυγώνει η ματιά του τζέντλεμαν, και τίποτα περισσότερο δεν ειπώθηκε για αυτό που διακόρευε τη Γη.

“Τα νύχια με κρεμάνε από το θόλο του ουρανού. Κρέμομαι εκεί. Τα νύχια Της τρυπάνε τα δικά μου, με κρατάνε αιωρούμενο με τον πόνο. Το χυδαίο γέλιο της αγνότερης παρθένου καθώς η Κεχαριτωμένη με κρεμάει από τα νύχια στο θόλο του ουρανού, τροχοί πύρινοι συστρέφονται και τα φτερά Της αναδιπλώνονται.”

Τον περασμένο Μάιο ο πάτερ Σκοτ Φέργκισον διορίστηκε από το αρμόδιο εκκλησιαστικό όργανο στο χωριό Narrenburg (με παράξενη ιστορία κυκλικής εγκατάλειψης και επανεγκατάστασης) για ανάληψη ηγουμενικών καθηκόντων στην τοπική μονή της Δέσποινας των Ικεσιών, το μόνο πόλο σταθερότητας στην περιοχή. Παράλληλα είχε λάβει εντολή για διακριτική έρευνα φημολογιών περίστατικών παγανιστικών τελετουργικών που επιβίωναν στον αγροτικό πληθυσμό, περιέργως επικεντρωμένα στη διχαστική για την επίσημη θρησκεία, φημολογούμενα θαυματουργή εικόνα της Κυράς της Αυστηρότητας, φιλοτεχνημένη πολύ σταδιακά σε διάστημα δεκαετιών από νύχια πιστών. Μια πρόσφατη επιδημία φαίνεται πως είχε αναζωπυρώσει κάποια από τα τυπικά περίπλεξης χριστιανισμού και παλαιάς θρησκείας, ιδιαιτέρως από τις γυναίκες του χωριού. Στις αρχές Ιουνίου, μετά από καταγγελία ενός περαστικού που βρέθηκε να νοσηλεύεται με νευρικό κλονισμό και πληγές η φύση των οποίων αποσιωπήθηκε από την ιατρική κοινότητα, το χωριό απομονώθηκε με καραντίνα και ο πάτερ μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο ψυχιατρείο Πανόπτικον, ενώ μάταιες απέβησαν οι προσπάθειες για απόσπαση από τα χέρια του της θρησκευτικής εικόνας στην οποία είχε βυθίσει τα νύχια του.

18 Sep 2016


Tags: sydney   2012
Industries of Inferno, 2024   
About    RSS