"/assets/images/films/gs-header2.jpg", "height"=>100, "width"=>100}" />
Κάπου στα μέσα του Ιουλίου, έχοντας τελειώσει μια σεζόν κάποιας σειράς της οποίας δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα, έκανα την συχνή αναζήτηση περί καινούριων sci-fi και fantasy τηλεοπτικών σειρών. Μεταξύ αποτελεσμάτων που ή τα έχω δει ή λόγω περιγραφής μου φάνηκαν αδιάφορα, είδα και την αναφορά σε μια νέο-εμφανισθείσα σειρά, η λιτή περιγραφή της οποίας περιλάμβανε την εξαφάνιση ενός αγοριού και την παράλληλη εμφάνιση ενός κοριτσιού με νοητικές υπερδυνάμεις. Αυτό που κυρίως με ιντρίγκαρε ήταν ο συγκριτικός βαθμός “stranger”, αρκετά ασυνήθιστος για τίτλο· πιο παράξενα από τι; (Έχει μια αίσθηση κύλισης ο συγκριτικός βαθμός εδώ: πράγματα που γίνονται πιο παράξενα από κάποια άλλα (τα αρχικά θεωρούμενα ως φυσιολογικά) και τα οποία στη συνέχεια θα χάσουν την παραξενιά τους λόγω της εμφάνισης άλλων που θα είναι πιο παράξενα από αυτά, και ούτω καθεξής. Ο υπερθετικός βαθμός απλά θα βάπτιζε κάποια πράγματα ως τα πλέον παράξενα, οδηγώντας σε στασιμότητα).
Η σειρά κατέβηκε και ειδώθηκε εντός ημερών δύο, με τα επτά (αν θυμάμαι καλά) εκ των οκτώ επεισοδίων να καταβροχθίζονται σε μια ημέρα. Το ζήτημα των αναφορών της σειράς σε ένα γαλαξία 80s κινηματογραφικών αναμνήσεων το έμαθα λίγο πριν ξεκινήσω, και αποδείχτηκε ικανά τοποθετημένο εντός του δημιουργήματος, έτσι ώστε να μην αναλώνεται σε μια απλή παράθεση νοσταλγίας. (αυτό εδώ το βίντεο περιλαμβάνει όλα τα κινηματογραφικά κλεισίματα ματιού στην συγκεκριμένη δεκαετία)
Νοσταλγία, λοιπόν. Ένα αίσθημα ικανοποίησης (συνδυασμένο με μια στυφή αίσθηση απώλειας) που νιώθεις όταν έρχεσαι σε επαφή με κάτι το οποίο σε έχει ευχαριστήσει (ή νομίζεις πως το έχει κάνει) σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν, το οποίο είναι αλληλένδετο με προσωπικά βιώματα (πιθανώς γυαλισμένα λόγω του διαστήματος που έχει περάσει, αλλά και λόγω της οπτικής με τα οποία τα είχες βιώσει όταν αυτά συνέβησαν) τα οποία είτε παραπέμπουν γενικότερα σε μια βαθροποιημένη περίοδος της ζωής σου, είτε είναι τα ίδια τόσο ευχάριστα ώστε να ξεχωρίζουν ως βιωτικά εκθέματα. Η νοσταλγία εμπεριέχει τη διαλεκτική της ευχαρίστησης που προσφέρει η βύθιση σε ένα κουκούλι το οποίο είναι σχεδόν ιδανικά πλασμένο, και του πόνου ή αίσθησης απώλειας που νιώθεις με τη γνώση ότι αυτό δε συμβαίνει τώρα (χωρίς να είναι απαραίτητα για πάντα χαμένο στο παρελθόν – το βασικό είναι ότι βρίσκεται εκτός του παρόντος). Προκύπτει μια λατρεία, λοιπόν, ενός χρονικού διαστήματος της ζωής σου, μέσω της εκ των υστέρων αγιοποίησης κάποιων εμπειριών εκείνης της περιόδου.
Στην προκειμένη τώρα, και όσον αφορά εμένα, κάποιες από τις ταινίες στις οποίες αποτίει φόρο τιμής το Stranger Things, λειτουργούσαν, όταν τις έβλεπα στην παιδική ηλικία, ως γεννήτριες ειδώλων (simulacra) του εαυτού μου, εικόνων ενός εγώ που κινείται μέσα σε ένα ιδανικό για μένα σύμπαν καταστάσεων. Τα παιδιά των Goonies, για παράδειγμα, ζούσαν μια κατάσταση περιπέτειας που εγώ μέχρι τότε δεν ήξερα (συγκεκριμενοποιημένα τουλάχιστον) ότι ήθελα να βιώσω, με αποτέλεσμα να μου σερβιριστεί μια απτή μορφή περιπέτειας/δραπέτευσης από την κανονικότητα (η ανάγκη για αυτή την περιπέτεια θαρρώ πως προϋπήρχε, και μάλλον είναι δύσκολο να ανιχνευτεί στην πηγή της). Δημιούργησε η ταινία πρότυπα προσωπικοτήτων και καταστάσεων, σύμφωνα με τις οποίες προσωπικότητες προσπαθούσα να διαμορφώσω τον εαυτό μου, με την ελπίδα ότι έτσι θα εμφανίζονταν εν τέλει και οι πρότυπες καταστάσεις. Όταν λοιπόν έχεις να κάνεις με κάτι που σου έχει διαμορφώσει ένα τμήμα της προσωπικότητας που ακόμη θεωρείς ως πολύ θετικό, τότε η μετέπειτα επαφή μαζί του είναι καταδικασμένη να κυριαρχείται αφενός από πλήθος θετικών συναισθημάτων, αλλά και αφετέρου από μια λαχτάρα για επαναπροσέγγιση της πρώτης επαφής, του σημείου μηδέν, έτσι ώστε να ξανανιώσεις την πλήρη δύναμη με την οποία εισχώρησε μέσα στον εαυτό σου η Επιρροή – κάτι σαν θρησκευτική εμπειρία, άμεση επαφή με το Θεϊκό, Θεοφάνεια.
Ένα από τα κοινά σημεία μεταξύ Goonies και Stranger Things είναι η επιβεβαίωση του μυθικού/φανταστικού ως πραγματικό (στους μεν Goonies ο θρύλος του πειρατικού πλοίου και θησαυρού αποδεικνύεται αληθινός, στο δε Stranger Things μια πτυχή του κόσμου του D&D εισχωρεί στην πραγματικότητα). Η επιβράβευση της εμμονής στην άποψή σου (όσο μη συμβατική και να είναι αυτή), η πανηγυρική εξύψωση του Πείσματος ως δύναμη ικανή να διαμορφώσει την πραγματικότητα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από τη σειρά είναι ίσως η Joyce Byers, η μητέρα του εξαφανισμένου Will, η οποία κρατιέται γαντζωμένη πάνω στην ελπίδα (ότι αυτός είναι ακόμη ζωντανός) από μεταφυσικές κλωστές, ακόμη και όταν όλα σχεδόν συνηγορούν πως θα έπρεπε να την εγκαταλείψει. Η σκηνή στο νεκροτομείο, στην οποία αρνείται να υπογράψει πως το πτώμα που βρέθηκε είναι ο γιος της, παρόλο που έχει δει την ομοιότητα με τα μάτια της, είναι χαρακτηριστική – I don’t care if anyone believes me, that thing is not my son. Το πείσμα κάνει καλό, διαμορφώνει την πραγματικότητα, μπορεί να υπερνικήσει ακόμη και το θάνατο – κακά τα ψέμματα, αυτός είναι ένας κόσμος στον οποίο αξίζει να ζεις. Καμία υποταγή στην εξουσία της κυρίαρχης πραγματικότητας (τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως*). Κανένας συμβιβασμός με το πρόσχημα των ψυχολογικών προβλημάτων/παραισθήσεων. Και όταν έρχονται κάποια άτομα, σαν σωστά τοποθετημένα μεταξύ τους γειτονικά κομμάτια παζλ, που επιβεβαιώνουν ένας ένας τις «παραισθήσεις» της Joyce, ο θεατής δε μπορεί παρά να νιώσει διαδοχικά σκιρτήματα ικανοποίησης, βλέποντας πως τελικά άξιζε η με νύχια και δόντια αφοσίωση στο απίστευτο.
*εδώ βέβαια ελοχεύει το εξής παράδοξο: η επιβεβαίωση του φανταστικού ως κάτι το πραγματικό επιβεβαιώνει εν τέλει την κυριαρχία της (κυρίαρχης) πραγματικότητας, μιας και η ανάγκη του να αποδεχτεί και ο υπόλοιπος κόσμος ως πραγματικό αυτό που εσύ πιστεύεις σημαίνει ότι έχεις αποδεχτεί την ενσωμάτωσή σου μέσα σε μια παντοδύναμη μορφή της πραγματικότητας. Θέλεις δηλαδή να φέρεις το δικό σου φανταστικό στα μέτρα της πραγματικότητας, έτσι ώστε αυτό να αποδειχτεί ότι υπάρχει, με αποδείξεις που απορρέουν από την πραγματικότητα, και όχι να αλλάξεις την οπτική των άλλων, να χαλαρώσεις τη δύναμη που ασκεί το κυρίαρχο πρίσμα στην αντίληψή τους.
Αυτή η εναντίωση στην κυρίαρχη εξουσία (ποικίλης μορφής) βρίσκεται αρκετά βαθιά εντός της σειράς, με την El(even) να είναι το κυρίως όχημα (όσον αφορά κυρίως τον πρακτικό τομέα, λόγω των υπερδυνάμεων που έχει) προέλασης (της εναντίωσης). Όπως και με το σύνολο σχεδόν των υπερηρωικών αφηγήσεων, έτσι και εδώ υπάρχει η λαχτάρα για ταύτιση με ένα χαρακτήρα που ξεχωρίζει από το μέσο άτομο, που έχει τη δυνατότητα να αντισταθεί στη δύναμη της μάζας, στην εξουσία, στην κυριαρχία της πλειοψηφίας (και ενίοτε βέβαια να επιβάλει τη θέση του), να κάνει αυτό που θέλει (το τι θέλει βέβαια, και από που προέρχεται αυτό, είναι μεγάλο κουβάρι, με διάφορες προεκτάσεις, από ιστορικοκοινωνικές μέχρι μεταφυσικές) χωρίς επιπτώσεις, εν τέλει να διαμορφώνει την πραγματικότητα σύμφωνα με τις βουλές του.
Εδώ έχει ενδιαφέρον το εξής απόσπασμα από το Primitive Mythology του Joseph Campbell:
“We have noted that in the world of the infant the solicitude of the parent conduces to a belief that the universe is oriented to the child’s own interest and ready to respond to every thought and desire. This flattering circumstance not only reinforces the primary indissociation between inside and out, but even adds to it a further habit of command, linked to an experience of immediate effect. The resultant impression of an omnipotence of thought—the power of thought, desire, a mere nod or shriek, to bring the world to heel—Freud identified as the psychological base of magic, and the researches of Piaget and his school support this view. The child’s world is alert and alive, governed by rules of response and command, not by physical laws: a portentous continuum of consciousness, endowed with purpose and intent, either resistant or responsive to the child itself. And as we know, this infantile notion (or something much like it) of a world governed rather by moral than by physical laws, kept under control by a super-ordinated parental personality instead of impersonal physical forces, and oriented to the weal and woe of man, is an illusion that dominates men’s thought in most parts of the world—or even most men’s thoughts in all parts of the world—to the very present. We are dealing here with a spontaneous assumption, antecedent to all teaching, which has given rise to, and now supports, certain religious and magical beliefs, and when reinforced in turn by these remains as an absolutely ineradicable conviction, which no amount of rational thought or empirical science can quite erase.”
Είναι λοιπόν η ταύτιση με τον εκάστοτε υπερήρωα μια λαχτάρα για επιστροφή σε εκείνη την προ-παιδική κατάσταση στην οποία ο κόσμος διαμορφώνονταν σύμφωνα με τις βουλές του ατόμου.
Το ζήτημα όμως με την εξουσία εντοπίζεται και αλλού: οι νυχτερινές εξορμήσεις/σκασιαρχεία από το σπίτι, επιβεβαιώνουν τη μη παντοδυναμία των κυρίως ατόμων που έχουν δύναμη επιβολής πάνω σου όταν είσαι παιδί, δηλαδή των γονιών σου. Οι περισσότεροι από τους ενήλικες της σειράς είναι εχθρικά (ως ένα βαθμό) προς τους παιδικούς πρωταγωνιστές άτομα, βρίσκονται στην άλλη πλευρά, πέρα από τον φράχτη της ενηλικίωσης. Υπάρχουν δυο εξαιρέσεις, πέρα από την (σχετικά απομονωμένη από τα πρωταγωνιστικά παιδιά) Joyce:
Ο ενήλικος που συμμαχεί με τα παιδιά, κόντρα στην πραγματικότητα από την οποία είναι πολύ περισσότερο διαβρωμένος από ότι το παιδί, έχει ιδιαίτερη σημασία. Πρόκειται για κάποιο άτομο που αποφασίζει να πιστέψει (ή έστω να αναζητήσει μπαίνοντας σε μια διάθεση δεκτικότητας προς το αλλοπρόσαλο – οι επιρροή από τον Mulder των X-Files είναι εμφανής στη σκηνή που διαλύει ολόκληρο το σπίτι του ψάχνοντας για κοριούς), μια φιγούρα από τον άλλο κόσμο, τον κόσμο των μεγάλων, ο οποίος γίνεται σύμμαχος. Στο Stranger Things ο σερίφης γίνεται ένας από τους πιο αγαπημένους χαρακτήρες γιατί πρόκειται για έναν ενήλικα που τα βάζει με την κυρίαρχη απρόσωπη δομή, που παίρνει το μέρος της αδύναμης μειοψηφίας. Από την άλλη, ο καθηγητής φυσικής είναι επίσης εξαιρετικά συμπαθής, αλλά υπό άλλη μορφή. Πρόκειται για έναν ενηλικιωμένο αντικατοπτρισμό των παιδιών, ελαφρώς διαθλασμένο από το πέρασμα στην άλλη πλευρά (των ενηλίκων), αλλά όχι τόσο ώστε να μη βρίσκει σημείο γείωσης με τα παιδιά (προσέχουμε ότι γνωρίζει από D&D, στο σημείο που του αναφέρουν για το Vale of Shadows).
Μια από τις πιο δυνατές για εμένα σκηνές είναι η στιγμή που τα παιδιά αντιλαμβάνονται που ακριβώς βρίσκεται ο Will, δηλαδή στο Vale of Shadows (λέγε με Plane of Shadow), ένα σκιώδες καθρέφτισμα του εδώ κόσμου. Η λύση μέρους του μυστηρίου έρχεται μέσω των γνώσεων που έχουν αποκτήσει μέσω των αγαπημένων τους ασχολιών. Η ικανοποίηση είναι μεγάλη όταν χρειαστεί να χρησιμοποιήσεις τις γνώσεις που αποκτάς μέσω κάποιων ασχολιών οι οποίες φαντάζουν τελείως ξένες με την πρακτικότητα της πραγματικότητας. Εκεί λοιπόν που τα Role Playing Games, η παιδική λογοτεχνία φαντασίας και μυστηρίου, οι μη πρακτικές επιστημονικές γνώσεις, απορρίπτονται ως φαντασιοπληξίες χωρίς νόημα, η οποιαδήποτε χρήση γνώσεων που έχουν προέλθει από αυτές σε πρακτικές συνθήκες είναι ένα τρίψιμο στη μούρη των κυνικών. Αυτό βέβαια είναι για μια ακόμη φορά ήττα του Φανταστικού, μιας και καταλήγεις να θέλεις να επιβεβαιώσεις την ασχολία σου με τους όρους των άλλων – εντός της πραγματικότητας.
Εν τέλει το Stranger Things είναι ένα έργο τέχνης που κουβαλάει μέσα του την παιδική αντιδραστικότητα και εναντίωση σε οποιαδήποτε (προφανής) μορφής κυριαρχία επί του ατόμου. Όπως ξανά-ανέφερα, είναι μια ωδή στο Πείσμα, στην διαμόρφωση του κόσμου μέσω της θέλησης (χωρίς ομως να καταπιάνεται με το πως διαμορφώνεται αυτή η θέληση), στην ικανοποίηση που προσφέρει η επιβεβαίωση του Φανταστικού (έστω και εντός της κυρίαρχης πραγματικότητας), στην διάρρηξη της καθημερινότητας. Όλα αυτά διαποτισμένα με κιλά νοσταλγίας δημιουργούν έναν κόσμο όπου μπορείς να ποδηλατήσεις μέσα σε ρεύματα Μαγείας, κάνοντας σλάλομ ανάμεσα στις αλυσίδες της Κυριαρχίας, φτάνοντας σε μια ελαφρά γείωση όσον αφορά την τελική αναγκαστική (;) θυσία της El, αφήνοντας όμως να πέφτει μια δέσμη αστρικού φωτός από το παραθυράκι που σχηματίζεται με την τελική σκηνή του Will.