"/assets/images/tv/roptitle.jpg", "height"=>200, "width"=>200}" />
Ye rings of men, why do you still defy me? You who live not, breathe not, possess not mind nor will? What pride is woven in your inmost self, that you resist my hand? Όπως στο τέλος της πρώτης σεζόν με το μίθριλ, έτσι και σε αυτό το επεισόδιο ακούμε τον Κελεμπρίμπορ να προσδίδει προσωποκεντρικά χαρακτηριστικά σε (θεωρητικά) άψυχες οντότητες. Μάλιστα, αυτή τη φορά δεν απευθύνεται σε κάτι υπαρκτό αλλά σε αυτό που επιδιώκει να δημιουργήσει: τα εννιά δαχτυλίδια των ανθρώπων· είναι σαν να αναζητεί την πλατωνική μορφή των δαχτυλιδιών που βρίσκεται κρυμμένη σε κάποιο άλλο επίπεδο ύπαρξης, και να προσπαθεί να την υλοποιήσει στον κόσμο μας.
Αυτή η τρόπο τινά ανιμιστική οπτική συνάδει με τον τρόπο που βλέπουν την πέτρα και το βουνό οι νάνοι, και είναι πολύ ταιριαστή για κάποιον τεχνίτη που σκέφτεται τα υλικά και τα εργαλεία του ως συνοδοιπόρους και συνεργάτες, ως έμψυχες οντότητες. Οντότητες που (σύμφωνα με τον Κελεμπρίμπορ) μπορεί να μην έχουν ζωή, ανάσα, μυαλό ή θέληση, έχουν όμως περηφάνια, μια έννοια με ιδιαίτερη βαρύτητα τόσο για τον Τόλκιν, όσο και γενικότερα για την επική λογοτεχνία – όπως για παράδειγμα η Ιλιάδα. Συνυφασμένη με την επίσης θεμελιώδη έννοια του όρκου, η περηφάνια διατρέχει το legendarium του Τόλκιν δίχως να χρωματίζεται ηθικά (παρότι ξέρουμε κυρίως τα δεινά στα οποία οδηγεί, όπως στην περίπτωση του Φέανορ). Με τα λόγια του Κελεμπρίμπορ η περηφάνια αναδεικνύεται ως κάτι πιο πρωτόλειο από τη συνείδηση, ακόμη και από την ίδια τη ζωή, κάτι που είναι ίσως το πρωταρχικό χαρακτηριστικό ενός όντος, αυτό που του προσφέρει την αίσθηση πως πρόκειται για μια αυτόνομη οντότητα (και ίσως είναι αυτή η αυτονόμηση, η αποκοπή από την ομάδα, που αποτελεί τη βάση των δεινών).
Στο επεισόδιο αυτό ο Κελεμπρίμπορ έχει αφοσιωθεί τόσο έντονα στην κατασκευή των εννιά δαχτυλιδιών (until the 9 are complete, nothing else matters), που έχει αρχίσει να χάνει επαφή με το περιβάλλον, ξεχνώντας μάλιστα –έστω για λίγο– ακόμη και το όνομα της βοηθού του. Το αν αυτό οφείλεται στη μανία του ξωτικού μεταλλουργού, στην επιρροή του Άναταρ, ή σε έναν συνδυασμό αυτών των δύο, δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Όμως ο Άναταρ το εκμεταλλεύεται ανεβάζοντας τις στροφές της χειραγώγησης, καταφέρνοντας να αρπάξει την ηγεσία της πόλης από τα χέρια του Κελεμπρίμπορ. Παράλληλα, παραμορφώνει την αντίληψή του μεταλλουργού χρησιμοποιώντας τις μαγικές του τέχνες: από τη στιγμιαία απόκρυψη του σφυριού μέχρι τη θεαματική παραίσθηση που δημιουργεί προς το τέλος, ο Άναταρ γίνεται κύριος των ψευδαισθήσεων. Το τελευταίο αυτό ξόρκι, που αλλάζει την αντίληψη του Κελεμπρίμπορ, προσφέρει μια αναμφίβολα εντυπωσιακή σκηνή (όπως και το ξεθώριασμά του μόλις ο μεταλλουργός επιστρέψει στο εργαστήριο), με κορυφαίο το σημείο όπου ο Άναταρ φουντώνει, για μια ακόμη φορά, τη ματαιοδοξία του Κελεμπρίμπορ: του λέει πως κάποτε τα Σίλμαριλ, τα έργα του Φέανορ (το άγαλμα του οποίου, με το Σίλμαριλ στο χέρι, βρίσκεται από πάνω τους), θα είναι απλά ένας ψίθυρος εν συγκρίσει με τη φήμη των Δαχτυλιδιών του. Αυτή είναι μια προφητεία που έχει μια τελείως αληθινή meta αντήχηση: στον κόσμο μας, πόσοι περισσότεροι είναι αυτοί που όταν ακούν για Μέση Γη σκέφτονται δαχτυλίδια, από αυτούς που φέρνουν στον νου τους τα πετράδια του Φέανορ; Από μια άποψη ο Κελεμπρίμπορ ξεπέρασε τον Φέανορ.
Πέρα από την ηγεσία του Ερέγκιον, ο Άναταρ αναλαμβάνει να πάει μέχρι το Κάζαντ Ντουμ για να προμηθευτεί μίθριλ από τους νάνους, τους οποίους βλέπουμε να σωριάζουν πλούτη μπροστά στον βασιλιά τους. Ο Ντούριν ο τρίτος έχει μπει για τα καλά στον πυρετό της απληστίας και φλέγεται με την αρρώστια του χρυσού που λέγεται πως στοιχειώνει τους θησαυρούς των δράκων. Αρνείται στον Άναταρ το μίθριλ, όχι όμως από υποψίες της καλής του της καρδιάς, αλλά γιατί επιθυμεί μεγαλύτερο αντίτιμο για την παροχή αυτή. Έτσι βλέπουμε τον Σάουρον να πατάει για πρώτη φορά στο Κάζαντ Ντουμ και να αντιλαμβάνεται την ύπαρξη ενός μπάλρογκ εκεί μέσα.
Κάτι που με παραξένεψε ήταν η επιθυμία του βασιλιά Ντούριν για όπλα από μίθριλ. Στα βιβλία του Τόλκιν δεν υπάρχει αναφορά για κάποιο όπλο φτιαγμένο αποκλειστικά από μίθριλ, δίχως αυτό να σημαίνει ότι αυτά δεν μπορεί να υπήρξαν. Σκέφτομαι όμως ότι το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του μαγικού μετάλλου, πέρα από την ανθεκτικότητα και σκληρότητά του, είναι η ελαφρότητα – κάτι που αναπόφευκτα αλλάζει τελείως την ισορροπία και αεροδυναμική ενός όπλου φτιαγμένου αποκλειστικά (ή έστω σε σημαντικό ποσοστό) από μίθριλ[^1]. Αυτή η αλλαγή σημαίνει ότι τα όπλα αυτά θα είναι τελείως off-balance για άτομα που έχουν μάθει να μάχονται με βαρύτερα όπλα, και ως εκ τούτου πρακτικά χρειάζεται μια νέα γενιά πολεμιστών που θα εκπαιδευτούν εξ αρχής να τα χρησιμοποιούν. Έτσι, το όφελος τέτοιων όπλων μπορεί πρακτικά να είναι μόνο μακροπρόθεσμο, δεν μπορεί να αλλάξει μεμιάς το πολεμικό τοπίο της Μέσης Γης όπως ισχυρίζεται ο νάνος βασιλιάς.
Κλείνω τα της μελλοντικής Μόριας με μια σκηνή που δεν μου άρεσε καθόλου, αυτή όπου η Ντίσα χρησιμοποιεί τη φωνή της για να καλέσει νυχτερίδες να «επιτεθούν» στον Νάρβι και τους σκαπανείς. Η υλοποίησή της ήταν πολύ περίεργη, φέρνοντας στον νου κάτι από Γκόθαμ Σίτι, ενώ δεν καταλαβαίνω γιατί νάνοι (και μάλιστα μπαρουτοκαπνισμένοι μεταλλωρύχοι νάνοι) φοβούνται τις νυχτερίδες, οι οποίες στην τελική απλά πέρασαν από πάνω τους αναζητώντας κάποια άλλη ήσυχη σήραγγα για να συνεχίσουν τον ύπνο τους. Μπορούσαν κάλλιστα να περιμένουν 1-2 λεπτά μέχρι αυτές να απομακρυνθούν, και να συνεχίσουν την πορεία τους.
Μια άλλη κομβική στιγμή του επεισοδίου είναι το γεύμα του Άνταρ με την Γκαλάντριελ, όπου μαθαίνουμε επιτέλους, μετά από σχεδόν 22 χρόνια, τι περιλαμβάνει ένα ορκίσιο μενού. Ο διάλογος είναι ωραίος, ειδικά το σημείο όπου ο πρώτος περιγράφει τον παρασιτικό τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η επιρροή του Σάουρον (κάτι που βλέπουμε εν εξελίξει στο Ερέγκιον). Επίσης, παίρνουμε μια (διαφορετική του Σιλμαρίλιον) εκδοχή σχετικά με τη μοίρα του στέμματος του Μόργκοθ, το οποίο, σύμφωνα με τον Άνταρ, ίσως έχει τη δύναμη να σκοτώσει δια παντός τον Σάουρον, ειδικά αν συνδυαστεί με τα δαχτυλίδια των ξωτικών – πληροφορίες που λαμβάνω με ικανή ποσότητα δυσπιστίας εφόσον έχουμε δει ότι ο Σάουρον είναι αρκετά ανθεκτικός στα αγκάθια του στέμματος, ενώ ο ίδιος ο Άνταρ αποδεικνύεται επιδέξιος χειραγωγός σε αυτό το επεισόδιο.
Ένα ακανθώδες ζήτημα είναι κατά πόσο η Γκαλάντριελ θα δεχόταν να συνομιλήσει με ορκ (έστω με έναν από τους προπάτορές τους) και μάλιστα να του αποκαλύψει καίριες πληροφορίες. Νομίζω πως για την Γκαλάντριελ της σειράς αυτό είναι κάτι που συνάδει με την εμμονή της –πιάνεται από οποιαδήποτε υπόσχεση ελπίδας για βοήθεια απέναντι στον μέγα εχθρό της– έστω κι αν γνωρίζει ότι δεν μπορεί να δώσει πλήρη άφεση στα πλάσματα αυτά.
Ένα περίεργο μα κεντρικό σημείο της πλοκής του Νούμενορ σε αυτό το επεισόδιο είναι η δοκιμασία του θαλάσσιου ερπετού. Σύμφωνα με τη σειρά, αυτή είναι μια παλιά παράδοση του Νούμενορ, ανάλογη με το μεσαιωνικό Judicium Dei, μια θεϊκή κρίση· αυτό, όπως και η ακόλουθη επιβίωση της Μίριελ, αποδεικνύουν πως το ερπετό είναι ένα εργαλείο των Βάλαρ. Το ότι το ερπετό δεν έφαγε τον Χάλμπραντ όταν αυτός βρισκόταν μέσα στη θάλασσα, σημαίνει πως είτε η επιβίωση του Σάουρον είναι σύμφωνη με τα σχέδια των Βάλαρ (πολύ δύσκολο), είτε πως κάθε Άινουρ (του Σάουρον συμπεριλαμβανομένου) έχει εξουσία επί του ερπετού (ή τέλος πάντων δεν κινδυνεύει από αυτό).
Η μετάθεση της δικαιοσύνης από τους ανθρώπους στους Βάλαρ, παρότι όχι τελείως παράλογη, μου κάθεται περίεργα, ειδικά εφόσον ξέρουμε ότι οι πιστοί Νουμενόριοι λάτρευαν ως θεό μονάχα τον Έρου. Όπως και να ‘χει, η επιβίωση της Μίριελ από τη δοκιμασία εγείρει ερωτήματα για το πώς θα εξελιχτεί η πλοκή εκεί: θα γίνει ξανά βασίλισσα (και ίσως παντρευτεί τον Φαραζόν για το καλό του τόπου); Ο Φαραζόν θα στραφεί στη Μέση Γη λόγω του παλάντιρ στο οποίο κοιτάζει αμέσως μετά την ταπείνωσή του και βλέπει τον Χάλμπραντ;
Ο Ελέντιλ, τέλος, κέρδισε τον άμετρο θαυμασμό μου, καθώς σε αυτό το επεισόδιο αποδείχτηκε πως έχει τη στόφα ενός άμεμπτου ανθρώπου που παραμένει πιστός στις ιδέες και την ακεραιότητά του. Faith is not faith if it is not lived και I would rather die with a heart that is whole than live with one that is broken by cowardice είναι φράσεις ατόφιου ατσαλιού. Αυτός είναι πράγματι ο Ελέντιλ ο Ψηλός (έστω κι αν δεν έχει ύψος 2.40), γενάρχης των Ντούνεντάιν, το όνομα του οποίου θα γίνει τίτλος τιμής για τα επόμενα 3000 χρόνια. Ήδη θέλω να του ορκιστώ υποταγή με το σπαθί μου και να τον ακολουθήσω μέχρι τις Μαύρες Πύλες κι ακόμη παραπέρα. Και μια μικρή σημείωση ότι η Εάριεν για πρώτη φορά εδώ δεν φάνηκε ως καρικατούρα ή ξύλινη φιγούρα, αλλά σαν ανθρώπινος χαρακτήρας.
Στο Ρουν, δυστυχώς τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα από το τέταρτο επεισόδιο. Προσπερνάω το αδιάφορο ρομάντζο της Πόπι με τον Κανένα, για να σταθώ στον Μπομπαντίλ, ο οποίος ήταν κακός σε αυτό το επεισόδιο. Έχει χάσει τελείως την αλαφρόμυαλη και παιχνιδιάρικη φύση του (τέλειωσαν και οι ατάκες από το βιβλίο) και έχει αναλάβει έναν πολύ ευθύ ρόλο μέντορα που όχι μόνο δεν του πάει καθόλου, αλλά θυμίζει πολύ τον Γκάνταλφ. Δεν μου ταιριάζει καθόλου μα καθόλου να αναφέρεται ο Μπομπαντίλ στη Μυστική Φλόγα, ενώ ενοχλητικό αποκορύφωμα ήταν να βγαίνει από τα χείλη του η γνωστή φράση περί οίκτου και θανάτου. Ακόμη και το δίλημμα που θέτει στον Stranger είναι εξαιρετικά κοντά σε γνωστή σκηνή από το Empire Strikes Back.
Γενικά, πρόκειται για ένα επεισόδιο λίγα σκαλιά πιο κάτω από το προηγούμενο, κάτι που βέβαια δεν είναι διόλου ασύνδετο με τον πολύ κακό του τίτλο – τι να περιμένει κανείς όταν από το Halls of Stone πηγαίνεις στο Where is he?. Η ροή του επανήλθε σε λιγότερο συναρπαστικά μονοπάτια, κάτι που δεν έχει μόνο να κάνει με την επίσκεψη στο Ρουν, αλλά με διάφορες μικρές σκηνοθετικές επιλογές. Ευελπιστώ ότι τα επόμενα δύο επεισόδια θα επανέλθουν στην τσιτωμένη ποιότητα του πέμπτου.
Θέλω να εξιχνιάσω:
Δεν μου άρεσε:
[^1] Μια καλή αντίστοιχη σκηνή υπάρχει στη Νουβέλα της Μαύρης Σφραγίας του Άρθουρ Μάκεν, όπου ο χειρισμός ενός παράξενου τσεκουριού που μοιάζει με παλαιολιθική κατασκευή είναι αδύνατος ακόμη και για έμπειρους ξυλοκόπους, επειδή η ισορροπία του είναι τελείως λάθος.