"/assets/images/folklore/kallikazantoroi.jpg", "height"=>200, "width"=>200}" />
Οι καλικάντζαροι είναι πλάσματα που ζουν κάτω από τη γη και καθόλη σχεδόν τη διάρκεια του έτους ροκανίζουν/πριονίζουν το δέντρο που κρατάει τη γη (υπονοώντας μια κάθετη [κάτω κόσμος – έδαφος – επάνω κόσμος] και όχι σφαιρική κοσμολογία). Κάνουν μονάχα μια παύση κατά το εορταστικό δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, διάστημα κατά το οποίο ανεβαίνουν στη γη για να προσεγγίσουν τους ανθρώπους και τις κατοικίες τους, επιδιδόμενοι σε μοχθηρές ή απλά κατεργάρικες δραστηριότητες (μαγαρίζουν το φαγητό, καβαλικεύουν τους ανθρώπους σαν βραχνάδες, τους αναγκάζουν να χορεύουν όλη νύχτα, κτλ). Κατά το μικρό αυτό διάλειμμα από την προσφιλή τους υλοτομική δραστηριότητά, το δέντρο αναγεννιέται, με αποτέλεσμα κατά την επιστροφή τους στον κάτω κόσμο να το βρουν άθικτο και ακμαίο, σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη ενός καινούριου ετήσιου κύκλου δουλειάς.
Γιατί ανεβαίνουν στην επιφάνεια; Τι είναι αυτό που προσελκύει τους καλικάντζαρους στη γη και τους κάνει να μην σφίξουν τα δόντια για την ολοκλήρωση του αποκαλυπτικής υφής έργου τους; Κούραση; Λαχτάρα για την φεγγαρόλουστη νύχτα (μιας και κυκλοφορούν μονάχα τις νύχτες του δωδεκαήμερου); Λατρεύουν τόσο πολύ το ροκάνισμα του δέντρου ώστε ενδόμυχα δεν θέλουν ποτέ να σταματήσουν να το κάνουν και για αυτό αυτοσαμποτάρονται;
Οι παραδόσεις είναι αρκετά λακωνικές όσον αφορά τα κίνητρα της ανάβασης – συνήθως το γεγονός της ανόδου των καλικάντζαρων στη γη δηλώνεται αξιωματικά, όπως θα μίλαγε κανείς για την έλευση μεταναστευτικών πτηνών ή την πτώση της θερμοκρασίας κατά τη χειμερινή περίοδο. Από τις παραδόσεις που έχει συγκεντρώσει ο Πολίτης στο ομώνυμο έργο του, μονάχα δυο κάνουν μια προσπάθεια αιτιολόγησης της ανάβασης. Σε μια (590) οι καλικάντζαροι παρατάνε το έργο σίγουροι πως έχουν κάνει ό,τι χρειαζόταν – το δέντρο θα πέσει μόνο του τώρα. Από την άλλη, στην παράδοση 622, αυτό που τους αναστατώνει και τους αναγκάζει να διακόψουν το έργο τους είναι η περιέργεια για τη γέννηση του Χριστού – μαθαίνουν πως το θείο βρέφος γεννήθηκε και ανεβαίνουν απάνω για να δουν από κοντά τι ακριβώς συμβαίνει.
Από εκεί και πέρα μονάχα εικασίες μπορούμε να κάνουμε για τις αιτίες της αποδημίας. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Μέγα 1, οι δοξασίες για τους καλικάντζαρους σχετίζονται με κάποια πεποίθηση σχετική με τους νεκρούς, σύμφωνα με την οποία οι νεκροί επιστρέφουν κάθε χρόνο για ένα μικρό διάστημα στον κόσμο των ζωντανών. Συγκεκριμένα αναφέρει τη δοξασία των Φαρασιωτών της Καππαδοκίας περί των μνημοράτων, δηλαδή των πεθαμένων που επιστρέφουν στη γη κατά τις νύχτες του δωδεκαήμερου και μπαίνουν στα σπίτι από τις καμινάδες. Αναφέρει επίσης και τις ψυχές του Άδη που κατά τα αρχαία Ανθεστήρια επίσης επέστρεφαν στον κόσμο των ζωντανών, ενοχλώντας τους ανθρώπους και μαγαρίζοντας τις τροφές, όπως και οι καλικάντζαροι (για την προστασία των ιερών χώρων οι Αθηναίοι τους περιτύλιγαν με κόκκινο νήμα, δημιουργώντας μαγικό κύκλο, αδιάβατο για τα πνεύματα).
Υπό αυτή την οπτική, μπορούμε να πούμε πως αυτό που ωθεί τους καλικάντζαρους είναι η νοσταλγία για την πρότερη, θνητή τους κατοικία και την οικογένειά τους, η λαχτάρα για την ζωή που είχαν πριν τη νεκροζωντάνια τους – και το δωδεκαήμερο είναι η μόνη εποχή κατά την οποία το πέρασμα για τον κόσμο των ζωντανών είναι ανοιχτό. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως οι καλικάντζαροι ανήκουν και κινούνται στον μυθολογικό, κυκλικό, ιερό χρόνο, και όχι στον γραμμικό κοσμικό. Για αυτό και ερωτήματα σχετικά με το αν θυμούνται τα γεγονότα της περασμένης χρονιάς και γιατί δεν μαθαίνουν από το πάθημά τους, είναι άτοπα. Οι καλικάντζαροι είναι μια κοσμική δύναμη, ένας μυθικός ρόλος (πρόκειται για έναν ζωντανό, αυτόνομο ρόλο, που δεν χρειάζεται κάποιον ηθοποιό για να τον ενδυθεί – η ύπαρξή τους είναι ταυτόσημη με τον ρόλο τους, οι καλικάντζαροι είναι οι υλοτόμοι του δέντρου του κόσμου που ανεβαίνουν στη γη το δωδεκαήμερο)· ο ρόλος αυτός λειτουργεί ως αποδημητική παρόρμηση/ένστικτο, υπαγορεύοντας την συμπεριφορά τους. Όπως η γέννηση και ο θάνατος της βλάστησης, το μήκος της ημέρας και της νύχτας, έτσι και οι καλικάντζαροι είναι έρμαια του τροχού του έτους.
Ως υστερόγραφο, και αδράχνοντας ευκαιρία από τον μυθολογικό χρόνο που ουσιαστικά εγγράφεται επί κυκλικών καμβάδων όπως αυτός του έτους και των σεληνιακών φάσεων, περνάω σε μια περίεργη, γοητευτική αναφορά από τη Νεοελληνική Μυθολογία του Πολίτη 2, σύμφωνα με την οποία υπάρχει η πίστη πως η ύπαρξη της Γης συνδέεται με το δέντρο που βρίσκεται στη Σελήνη (που φαίνεται με τη μορφή σκιάς στην επιφάνεια του φεγγαριού). Το πονηρό πνεύμα ή ο Κάιν προσπαθεί όλο τον χρόνο να κόψει το δέντρο με το τσεκούρι του για να καταστρέψει τη γη. Όμως όταν έχει σχεδόν τελειώσει το έργο του, κάθεται για μια στιγμή να αναπαυτεί, και το δέντρο ξαναγίνεται μεμιάς ολόκληρο.
Αναφορές για ανθρώπους εξόριστους στο φεγγάρι υπάρχουν σε πλήθος παραδόσεων ανά τον κόσμο, αλλά το μόνο που βρήκα που να καλύπτει και κόψιμο δέντρου, είναι στην Κινέζικη παράδοση: ο Wu Gang 3 είναι ένας αθάνατος που, εν είδει Σίσυφου, είναι καταδικασμένος να κόβει για πάντα ένα δέντρο (Οσμάνθος) που βρίσκεται στο φεγγάρι και αναγεννιέται συνεχώς.
Βιβλιογραφία:
Μέγας, Γεώργιος – Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας, Αθήνα, 1976
Πολίτης, Νικόλαος – Παραδόσεις, Εκδόσεις Γράμματα, 1994
Πολίτης, Νικόλαος – Νεοελληνική Μυθολογία, Αθήνα, 1979