"/assets/images/books/astro1.jpg", "height"=>100, "width"=>100}" />
Το πρώτο άρθρο που είχα γράψει ήταν κάπου στην τετάρτη ή πέμπτη δημοτικού, για την εφημερίδα του σχολικού τμήματος. Είχα επιλέξει να γράψω σχετικό με αστρονομία (θέμα που ήξερα ιδιαίτερα καλά) και συγκεκριμένα για τους πλανήτες του ηλιακού συστήματος. Καθώς τότε είχα μηδενική επαφή με λογοτεχνία (συγκεκριμένα τη σνόμπαρα, προτιμώντας μόνο παιδικά επιστημονικά βιβλία) και καμία αίσθηση ευαναγνωσίας, αυτό που είχα ετοιμάσει και γράψει σε μια κόλα Α4, ήταν ουσιαστικά αγνά δεδομένα για τον κάθε πλανήτη, τύπου: μάζα, απόσταση από τον ήλιο, χρόνος περιφοράς, κτλ. Νομίζω δεν υπήρχε καν εισαγωγή, ή έστω κάποια κανονική πρόταση, μονάχα ονόματα, άνω κάτω τελείες, κόμματα, και πολλά νούμερα με διόλου φειδωλό αριθμό μηδενικών (ίσως και δεκαδικών ψηφίων). Το άρθρο το παρέδωσα στο παιδί που είχε αναλάβει την αρχισυνταξία και το οποίο την άλλη μέρα μου είπε ότι θα κάνει λίγες αλλαγές. Όταν μετά από καμιά βδομάδα πήρα την εφημερίδα στα χέρια μου, το άρθρο ήταν φυσικά αγνώριστο, και το μόνο που υπήρχε από το δικό μου κείμενο ήταν το όνομά μου· κατά τ’ άλλα ήταν μια generic εισαγωγή στο Ηλιακό Σύστημα, περιεχόμενο τελείως βαρετό για μένα.
Όπως και να έχει, όπως προανέφερα, την αστρονομία την ήξερα καλά από πρώτη δημοτικού, θαρρώ αρκετά καλύτερα απ’ ό,τι την ξέρει ο μέσος ενήλικος (όπως φανταζόμουν αλλά και επιβεβαίωσα σε βόλτα από τις αστροβραδιές της Πνύκας κάπου το 2017). Υπεύθυνο για όλο αυτό είναι το βιβλίο Αστρονομία για Παιδιά (Σύγχρονη Εποχή, 1988), του Ρώσου Εφρέμ Λεβιτάν σε μετάφραση του Χαράλαμπου Ιωάννου, το οποίο είχα πρωτοανακαλύψει σε δανειστική βιβλιοθήκη του Τυχερού Έβρου, όπου και βρισκόταν η πρώτη δημοτικού μου. Σημαντικότατο βιβλίο, το οποίο μπορούσα πολύ εύκολα να ακολουθήσω μιας και τα δυο αδέρφια-πρωταγωνιστές, ο Άλκα και η Σβέτα, ήταν πέντε χρονών (όσο δηλαδή κι εγώ τότε), το κείμενο έρεε πανεύκολα και επίσης υπήρχαν πολύ ωραίες εικόνες, σχήματα, και φωτογραφίες. Το concept του βιβλίου είναι πως ο πατέρας των παιδιών έχει έναν φίλο, τον νάνο Πινέζα (η σοβιετικότητα του βιβλίου θα ήθελε να αφήνει να εννοηθεί πως είναι φανταστικός, αλλά ευτυχώς και δεν πίστεψα ούτε για μια στιγμή πως δεν ήταν πραγματικός), ο οποίος είναι αρκετά ειδήμων στη συγκεκριμένη επιστήμη, και μέσω του πατέρα προσφέρει γνώσεις, ιδέες για πειράματα, και κάποια μικρά τεστ στα δυο παιδιά.
Το βιβλίο ξεκινάει με τον ήλιο και βασικά πράγματα όπως η απόστασή του από τη Γη, η θερμότητα, το μέγεθος, η ταχύτητα των ακτίνων φωτός, η μεταβολή σκιάς κατά τη διάρκεια της ημέρας, κτλ. Επίσης δίνει την ιδέα για κατασκευή γυαλιών παρατήρησής του με χαρτόνι και τοποθέτηση μαυρισμένων φιλμ στις τρύπες των ματιών, κάτι που έκανα μανιωδώς για αρκετά χρόνια, έως ότου πήρα ηλιακό φίλτρο για το προσωπικό μου τηλεσκόπιο.
Εκεί που είχα νιώσει το βιβλίο να παίρνει πραγματικά εμπρός, ήταν στο επόμενο κεφάλαιο, το οποίο αφιερώνεται σε αστέρια και αστερισμούς. Αρχικά γιατί το σκηνικό μεταφέρεται στη νύχτα. Δεύτερον, γιατί τον ήλιο τον ξέρουν όλοι (χωρίς βέβαια να ξέρουν να προσανατολίζονται με βάση αυτόν χρονικά και χωρικά), ενώ τα αστέρια τα ξέρουν μεν, αλλά μονάχα ως αστέρια, όχι με τα ονόματά τους ή με αυτά των αστερισμών όπου ανήκουν, χώρια που η διαφορά αστεριών και πλανητών διαφεύγει από πολύ κόσμο. Τρίτον, υπάρχουν πολλοί και διάφοροι αστερισμοί, που μπορείς να τους συλλέγεις σιγά σιγά ανακαλύπτοντάς τους, καθώς και διάφοροι χρωματικοί τύποι αστεριών έτσι ώστε να υπάρχει ποικιλία στο φανταστικό νοητικό άλμπουμ του σύμπαντος που φτιάχνεις. Τέταρτον, με τους αστερισμούς υπάρχει μπαίνουμε και σε μυθολογικά χωράφια (και η μυθολογία ήταν μια ακόμη αγάπη τότε και τώρα). Πέμπτον, γιατί ξεφεύγουμε από τη γήινη κλίμακα και ελευθερωνόμαστε από την κυριολεκτική και μεταφορική βαρύτητα της Γης. Έκτον, εκεί Πέρα, μακριά από τη βαρετή γειτονιά και κλίμακα κάθε πλανητικού συστήματος, υπάρχουν τα πραγματικά ενδιαφέρονται πράγματα, δηλαδή, νεφελώματα, γαλαξίες, κβάζαρ, μαύρες τρύπες, πράγματα που δεν τα έχουμε εδώ δίπλα για να τα αμαυρώσουμε με την καθημερινή επαφή – εκεί έξω είναι το αλλόκοτο και μας παρατηρεί από τις τρύπες ανάμεσα στις πτυχώσεις των νεφελωμάτων.
Μεγάλη και Μικρή Άρκτος ήταν πολύ εύκολα αναγνωρίσιμες, οπότε σύντομα ήξερα να βρίσκω το Βορρά αν η νύχτα δεν είχε ιδιαίτερη συννεφιά. Από εκεί και πέρα ακολούθησαν οι λοιποί αειφανείς αστερισμοί (πέρα του Δράκου που ακόμη και τώρα στο περίπου τον αναγνωρίζω, λόγω μεγέθους, τρόπου ανάπτυξης και όχι ιδιαίτερα ευκρινών αστέρων του), οι αστερισμοί του τριγώνου (Κύκνος, Λύρα, Αετός), Βοώτης, Ωρίωνας, και άλλοι πολλοί. Στον Ωρίωνα έχω ιδιαίτερη αδυναμία γιατί είναι χειμερινός και με πολύ ικανοποιητικό αισθητικά σχήμα.
Τα δύο επόμενα κεφάλαια της Αστρονομίας ασχολούνταν με το ηλιακό σύστημα (πλην του ηλίου προφανώς) και με φαινόμενα που σχετίζονται με αυτό, όπως οι κομήτες, με εξαιρετική περιήγηση στο περιβάλλον της επιφανείας (όπου υπάρχει τέλος πάντων) των πλανητών.
Το βιβλίο αυτό λοιπόν, το έψαξα αμέσως στην πλησιέστερη δανειστική βιβλιοθήκη της επόμενης πόλης όπου βρέθηκα (Θεσσαλονίκη), απ’ όπου και το δανείστηκα πάνω από είκοσι φορές και εν τέλει το κράτησα με το έτσι θέλω. Στην Καρδίτσα το έχασα, το βρήκα από άλλη δημοτική βιβλιοθήκη από όπου το κράτησα για δικό μου και πάλι το έχασα (παίζει να έγινε 2-3 φορές αυτό το πράγμα), και τελικά πριν από καμιά δεκαριά χρόνια το βρήκα σε έκθεση βιβλίου και από τότε το τσεκάρω πού και πού, μήπως και έχει αλλάξει θέση και απομακρυνθεί σιγά σιγά, στο κενό ανάμεσα στα αστέρια.
Αν δεν υπήρχε η Αστρονομία για Παιδιά, είναι εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσο τα μάτια μου θα ήταν καρφωμένα στα άστρα από την ηλικία των πέντε, το κατά πόσο θα εκτιμούσα την επιστημονική φαντασία (φτιάχνοντας χαρτονένια κόκπιτ διαστημοπλοίου), το κατά πόσο θα σιχαινόμουν με πάθος τις πόλεις λόγω (και) της φωτορύπανσης, το αν θα έπαιρνα δύο τηλεσκόπια σιγά σιγά, ακόμη και την ενασχόλησή μου με το Φανταστικό και το Απόκρυφο θα τη θεωρούσα επισφαλή. Από αυτή την άποψη, ένας από τους σκοπούς του συγγραφέα όπως δηλώνεται στην εισαγωγή (Μόνο για Μεγάλους!), η διαμόρφωση της υλιστικής σκέψης, μάλλον δεν πέτυχε.