"/assets/images/books/saltos.jpg", "height"=>100, "width"=>100}" />
Η έννοια του Narrenschiff, του πλοίου όπου έβαζαν τον μεσαίωνα τους τρελούς έτσι ώστε να σχηματίζουν δικές τους πλωτές κοινωνίες, με έχει μαγέψει από όταν την πέτυχα για πρώτη φορά στην Ιστορία της τρέλας του Φουκώ, μιας και υπονοούσε την ύπαρξη μικρών αλλιώτικων κοινωνιών, αλαφροΐσκιωτων, έξω από τα στεγανά της κυρίαρχης πραγματικότητας. Το πρόσφατο βιβλίο του Ανδρέα Νικολακόπουλου, Σάλτος (Ίκαρος, 2022), αναφέρει στο οπισθόφυλλο πως οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων του έχουν αποκτήσει εκείνη τη λοξή ματιά των διαταραγμένων, μα σημειώνει πως δεν φτιάχνονται πλέον αυτά τα ξύλινα πλοία των τρελών.
Στον πυρήνα των δεκατριών ιστοριών του Σάλτου βρίσκονται οι εντάσεις που αναπτύσσονται κατά την αλληλεπίδραση του ατόμου με την κοινωνία της οποίας έτυχε ν’ αποτελεί μέλος, οι συγκρούσεις ανάμεσα στις απαιτήσεις και τους ρόλους και την παρανοϊκή ανάσα της συλλογικής δομής επί της μονάδας, και το λοξό μονοπάτι της απόπειρας διαφυγής από το βαρυτικό πεδίο του εκάστοτε κοινωνικού συνόλου – μια βαρύτητα που εκτείνεται ακόμη και πέρα απ’ τον θάνατο, που αδράχνει ακόμη κι όσους αναζητούν την ηρεμία τους στην απομόνωση. Οι ήρωες κινούνται σε οριακούς χώρους (τρένα, ερημιές στην άκρη των οικισμών, ακαδημαϊκές εξεταστικές περιόδους, νησιά και πανταχού παρόντα βουνά) και λαχταράνε για απόδραση, για ένα σάλτο – έστω κι αν αυτό τείνει να καταλήγει τραγικά.
Η μαεστρία της γραφής του συγγραφέα ήταν φανερή από την Αποδοχή Κληρονομιάς (Ίκαρος, 2020)· στον Σάλτο όμως εμφανίζεται ακόμη πιο βελτιωμένη και διανθισμένη, πιο έμπειρη: οργιαστικό εύρος λεξιλογίου (διέκοψα δεκάδες φορές την ανάγνωση για να αναζητήσω τη σημασία λέξεων), υφέρπουσα μελωδικότητα (σε μικρότερο και τελικά πιο λειτουργικό, θαρρώ, βαθμό από την Αποδοχή) και μια διάρθρωση λόγου που είναι ποιητική, πληθωρική και ενίοτε κάπως στρυφνή δομικά, μα καταφέρνει να μην γκρεμοτσακιστεί στο βάραθρο του επιτηδευμένου.
Θεματολογικά ο συγγραφέας αντλεί από το τοπίο, τον μύθο και από τις γοητευτικές πτυχές της ιστορίας και γεωγραφίας, και χρωματίζει με την παλέτα του ανοίκειου (χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο διακριτικές πινελιές). Η ατμόσφαιρα που κυριαρχεί είναι σκοτεινή, τυλιγμένη στον ζόφο και καταλήγει συχνά στην απελπισία, αντικατοπτρίζοντας την ταραχή της διαρκούς έντασης μεταξύ συλλογικού κι ατομικού, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε βιαιότητα που ξαφνιάζει με την έντασή της (όπως στις Κόρες της Αιθάλης και στην Άσφαλτο που καίει) αλλά και σε άπλετη ομορφιά.
Ξεχώρισα με δυσκολία το ομώνυμο (όπου ο πρωταγωνιστής αναλαμβάνει να φυλάει το πέρασμα για ένα βάραθρο· με πινελιές από Λάβκραφτ, θαρρώ πως είναι ό,τι καλύτερο έχει γράψει ο συγγραφέας), το Mon Nox (όπου το πλήθος αντιμετωπίζει την κατάρρευση του κόσμου που γνωρίζει και των, σαθρών όπως αποδεικνύονται, συμβάσεων και ορίων του), την Ασημένια Χορδή (ίσως το αγαπημένο μου διήγημα της συλλογής, ορεινό πευκοδάσος και αστρική προβολή και μια αναπάντεχη μα τόσο καλοδεχούμενη υπόνοια ελπίδας), τα Κύματα (ένας εκπαιδευτής γερακιών βρίσκεται σ’ ένα παμπάλαιο εκκλησάκι στις ακτές της Βρετανίας, με έντονη γοτθική νότα), τον Υπερμογγολικό (ακούμε έναν πιανίστα να διηγείται τη ζωή του, τα χρόνια εργασίας στην ομώνυμη γραμμή τρένου - ίσως υπόνοιες από Κάφκα) και τον Αγγελοκρουσμένο που κλείνει τη συλλογή με μια άκρως ικανοποιητική κυκλικότητα.