Το δεύτερο μέρος εδώ και το τρίτο εδώ.
Από το Νοέμβριο του 1997 μέχρι το 2003 διάβαζα μια φορά το χρόνο το Χόμπιτ, τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και το Σιλμαρίλλιον – 7 φορές συνολικά το καθένα. Έπειτα υπήρξε ένα μεγάλο κενό, μέχρι το 2012 που ελέω στρατού ξαναδιάβασα τον Άρχοντα, για πρώτη φορά στα αγγλικά. Φέτος ξεκίνησα την ένατη ανάγνωση του βιβλίου (για άλλη μια φορά στα Αγγλικά, και συγκεκριμένα στην αναθεωρημένη έκδοση του 2004), αυτή τη φορά με αργούς ρυθμούς, και με παράλληλη ανάγνωση του Reader’s Companion. Μόλις τέλειωσα τη Συντροφιά και το αντίστοιχο μέρος του οδηγού.
Παράλληλα, βλέπω τουλάχιστον μια φορά κάθε χρόνο, από το 2004 εντεύθεν, την κινηματογραφική μεταφορά της τριλογίας (τα Χόμπιτ ελαφρώς λιγότερο συχνά). Είναι προφανές πως οι δυο αυτές εκδοχές της Μέσης Γης – των βιβλίων και των ταινιών – έχουν μπλεχτεί σε μεγάλο βαθμό μέσα μου, σε σημεία (όπως η απεικόνιση κάποιων χαρακτήρων) ίσως ανεπιστρεπτί. Δεν πρόκειται όμως για έναν ειρηνικό εμπλουτισμό της μιας εκδοχής με την άλλη, τουλάχιστον με την έννοια της ακίνδυνης συσσώρευσης εικόνων (αν μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο). Μιλάμε για μια σιωπηλή πριν άγρια μάχη κάτω από την επιφάνεια, η οποία χαρακτηρίζεται από πασσαλείματα, ξυσίματα, προσχώσεις και υποχωρήσεις - πρόκεται για τον τρόπο παραγωγής ενός παλίμψηστου, εκεί όπου γίνεται αγώνας για την ανάδυση στην επιφάνεια. Αυτή η μεταβολή της σκεπτομορφής που έχω για τη Μέση Γη είναι μια μακροχρόνια διαδικασία η ιχνηλάτιση της οποίας έχει προσωπικό ενδιαφέρον αλλά και ικανό διακύβευμα μιας και πρόκειται για έναν αν μη τι άλλο εξαιρετικά σημαντικό για μένα κόσμο.
Η Χρυσομουριά, από τους αδερφούς Hildebrandt
Στην παρούσα λοιπόν ανάγνωση του βιβλίου παρατήρησα πως υπάρχουν πολλά σημεία, γεγονότα, μικροπράγματα, που πραγματικά είχα ξεχάσει. Πρόκειται για στοιχεία που θυμόμουν μέχρι τα πρώτα χρόνια με(τά) τις ταινίες, τα οποία όμως ξεθώριασαν με τη σταδιακή φθορά της εικόνας του βιβλίου από τα κύματα των αλλεπάλληλων προβολών της ταινίας, μιας και πολύ απλά αυτά δεν υπάρχουν στην ταινία. Δεν μιλάω προφανώς για τις χτυπητές αλλαγές και παραλήψεις της κινηματογραφικής εκδοχής, αυτές που με τσιγκλάνε σε κάθε θέαση (η απουσία του Μπομπαντίλ και των θολωτών τάφων, ο αδιανόητα αγεωγράφητος ερχομός του Χάλντιρ με τα ξωτικά του Λόριεν στο Helm’s Deep, η αντικατάσταση του Γκλορφίντελ από την Άργουεν, κτλ) – εκεί τα πράγματα είναι εύκολα και παραμένουν διακριτά.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εικόνα του χαρακτήρα του Μέρι – στις ταινίες τόσο αυτός όσο και ο Πίπιν είναι καλυμμένοι με μια κωμική αύρα αφέλειας που δυστυχώς, όσες σεναριακές φιλότιμες προσπάθειες κι αν γίνονται, είναι σχεδόν ακατόρθωτο να αγνοηθεί. Διαβάζοντας τώρα το βιβλίο, ανακαλύπτω ξανά το πόσο υπεύθυνος, οργανωτικός και θαρραλέος ήταν ο Μέρι – καθαρίζω τις ομίχλες από τις ταινίες που τον είχαν καλύψει όπως ο Φιδόγλωσσος την κρίση του Θέοντεν (τον οποίον ανυπομονώ να συναντήσω στο επόμενο βιβλίο). Τι σχέση έχει το κινηματογραφικό χόμπιτ με τον Μέρι που οργάνωσε ολόκληρη συνωμοσία, που έχει μπει πολλές φορές στο Old Forest (ακόμη και νύχτα, έστω και αν ήταν μόνο κοντά στο φράχτη), τον Μέρι που όταν οι άλλοι πήγαν στην κεντρική σάλα του Prancing Pony, αυτός βγήκε μόνος του στη νύχτα της πόλης και κατέληξε να ακολουθεί ένα Νάζγκουλ; Και δυστυχώς, αυτό το γενναίο χόμπιτ το είχα ξεχάσει.
Για αυτό αποφάσισα να κάνω μια λίστα με αυτά που είχα λησμονήσει απέχοντας τόσα χρόνια από το βιβλίο, σε μια προσπάθεια αφενός να χαρτογραφήσω τη μεταβολή της προσωπικής μου Μέσης Γης και αφετέρου να την επανεμπλουτήσω με τον πραγματικό της θησαυρό – την πυκνότητα της λεπτομέρειας του κόσμου της.
Εδώ όμως υπάρχουν δυο λίστες. Η δεύτερη έχει να κάνει με πράγματα που έμαθα τώρα για πρώτη φορά, κυρίως χάρη στο λυσάρι (Reader’s Companion) το οποίο κάνει μια καλή κατανομή στοιχείων που βρίσκονται διάσπαρτα στο τεράστιο έργο του Τόλκιν.
Το Χόμπιτον, από τον Τόλκιν
Πράγματα που είχα ξεχάσει:
- Η συνωμοσία των πέντε χόμπιτ (Σαμ, Πίπιν, Μέρι, Φόλκο και Φρέντεγκαρ) σχετικά με την επικείμενη αναχώρηση του Φρόντο από το Σάιρ, και το ξεσκέπασμα αυτής με την τρομερή κορύφωση: όταν ο Μέρι λέει στο Φρόντο πως η συνωμοσία βασίστηκε σε έναν καίριο ερευνητή (εννοώντας τον Σαμ) υπάρχει η κάτωθι αντίδραση που δίνει και μια γεύση του υποδόρειου και συναρπαστικού χιούμορ του βιβλίου, αρκετά διαφορετικού από το άγαρμπο και βασισμένο στην καρικατούρα χιούμορ της ταινίας: «Που ’ν’ τος;» είπε ο Φρόντο κοιτάζοντας ολόγυρα, σα να περίμενε κανένα μασκοφορεμένο και μοχθηρό τύπο να πεταχτεί από την ντουλάπα.
- Το βιβλίο αφιερώνει πολλές σελίδες πλοκής στο Σάιρ – πέντε ολόκληρα κεφάλαια, το ένα τέταρτο του τόμου. Όπως ο Φρόντο, δε βιάζεται να φύγει προς την περιπέτεια, με αποτέλεσμα η περιπέτεια να έρχεται σε αυτό.
- Ο Μπομπαντίλ φόραγε κίτρινες μπότες και μπλε πανωφόρι.
- Στου Μπομπαντίλ περνάνε μια ολόκληρη βροχερή μέρα γεμάτη ιστορίες – μια καλοδεχούμενη ανάπαυση μετά το Παλιό Δάσος και πριν την ομίχλη των θολωτών τάφων.
-
Ο Φρόντο δίνει στον Μπομπαντίλ το δαχτυλίδι το οποίο δε φαίνεται να έχει δύναμη πάνω του – όχι μονό δεν τον εξαφανίζει αλλά και όταν ο Φρόντο το φοράει μετά, για να βεβαιωθεί πως δεν του το χάλασε, ο Μπομπαντίλ τον βλέπει κανονικά.
Under the Spell of the Barrow Wight, του Ted Nasmith
- Όταν ο Μέρι κείτεται μέσα στο θολωτό τάφο, ονειρεύεται πως είναι ένας από τους άντρες της πάλαι ποτέ Άρνορ (των βασιλείων Κάλεναρντ ή Άρθεντάιν) που δέχονται επίθεση από το Καρν Ντουμ.
- Μέσα στον θολωτό τάφο ο Φρόντο βλέπει ένα χέρι (χωρίς να είναι πλήρω αποκομμένο, θυμίζει crawling claw από D&D) να πλησιάζει· δίχως να χάσει το κουράγιο του, το καρφώνει και το τραυματίζει.
- Η πίκρα που εκφράζει ο Γοργοπόδαρος στο δωμάτιο του Prancing Pony, εκεί που ο Φρόντο του λέει «γιατί δε μας έλεγες από την αρχή πως ξέρεις τον Γκάνταλφ», και αυτός απαντάει. «Αλλά πρέπει να παραδεχτώ πως ήλπιζα πως θα δείχνατε εμπιστοσύνη για αυτό που είμαι. Ο κυνηγημένος κουράζεται καμιά φορά από τη δυσπιστία και λαχταρά για τη φιλία. Αλλά πιστεύω πως η εμφάνισή μου είναι εναντίον μου.» Γενικά αυτή η αύρα παρία και απόβλητου που έχει ο Άραγκορν στο Ερίαντορ όλα τα χρόνια μέχρι τα γεγονότα του βιβλίου δεν φαίνεται παρά ελάχιστα.
-
Μόλις περνάει τον ποταμό Μπρούινεν πριν το Ρίβεντελ, με τα Νάζγκουλ στο κατόπι του, ο Φρόντο γυρνάει το άλογο και προκαλεί τα δαχτυλιδοφαντάσματα με υψωμένο σπαθί – καμία σχέση με το φοβισμένο ανθρωπάριο της ταινίας (κι εδώ είναι φοβισμένος, αλλά έχει και θάρρος). [Ουσιαστικά η Άργουεν στην ταινία σφετερίστηκε τρεις ρόλους: του Γκλορφίντελ, του Φρόντο και του Έλροντ (όσον αφορά το ξεσήκωμα του ποταμιού)] Επίσης, πιο πριν, στο Σάιρ, στην πρώτη εμφάνιση κάποιου Νάζγκουλ, ο Φρόντο είναι αυτός που πάει να τσεκάρει: πλησιάζει στο δρόμο, και όχι μόνο λόγω της επιρροής του δαχτυλιδιού.
Στον πέρασμα του Μπρούινεν, του John Howe
- Ο Γκάνταλφ ήταν αυτός που πίεζε τη συντροφιά να πάνε μέσα από τη Μόρια και ο Άραγκορν αυτός που δεν ήθελε ούτε να ακούσει – προειδοποιεί μάλιστα τον Γκάνταλφ να προσέχει, αν μπουν μέσα.
- Ενάντια σε κάθε ένστικτο και εμπιστοσύνη μου στον Τόλκιν, η ταινία με είχε κάνει να πιστέψω πως στην Κορυφή των Καιρών ο Άραγκορν είχε αφήσει τα χόμπιτ μόνα τους (και μάλιστα βράδυ). Προφανώς και αυτό δε συμβαίνει στο βιβλίο· είναι μαζί τους κατά την επίθεση (η οποία μάλιστα δε γίνεται επάνω στο Κορυφή αλλά κάπου στα ριζά του, εκεί που έχουν κατασκηνώσει). Μετά είναι που φεύγει, δυο φορές, μια για να δει προς τα που πήγαν τα Νάζγκουλ και μια μετά για να βρει άθελας.
- Στον Καράντρας ο Μπορομίρ κι ο Άραγκορν ανοίγουν τούνελ στο χιόνι – ο Μπορομίρ μπαίνει μπροστά ως λίγο πιο φαρδύς από τον (λίγο ψηλότερο) Άραγκορν.
- Ο Μέρι είναι αυτός που αναρωτιέται δυνατά σχετικά με το «φίλος» μπροστά στην πύλη της Μόρια (θυμόμουν πως είναι ένας από τους Μέρι και Πίπιν αλλά όχι ποιος – έκλινα προς τον Πίπιν).
- Ο Γκάνταλφ έμεινε για λίγο πίσω στο δωμάτιο του Μαζαρμπούλ για να κρατάει κλειστή την πόρτα – το μπάλρογκ έφτασε εκεί και επακολούθησε μεγάλος κρότος και λάμψη καθώς το μπάλρογκ έσπασε το ξόρκι που είχε βάλει στην πόρτα ο Γκάνταλφ για να την κρατήσει κλειστή.
- Είχαν κυκλοφορήσει ψευδείς φήμες πως οι Ροχίρριμ δίνουν μαύρα άλογα στον Σάουρον ως φόρο υποτελείας.
- Ο Μπίλμπο είχε το θράσος να σκαρώνει τραγούδια για τον Εαρέντιλ μέσα στο σπίτι του Έλροντ.
- Τα ξωτικά του Μίρκγουντ είχαν το Γκόλουμ αιχμάλωτο – το είχε αφήσει στην επίβλεψή τους ο Γκάνταλφ, αφού το είχε αιχμαλωτίσει ο Άραγκορν όταν αυτό αφέθηκε να φύγει από την Μόρντορ.
- Ο Άραγκορν είχε περάσει μια φορά, παλιότερα, από τη Μόρια. [Όταν, δε, ήταν ακόμη Τρόττερ (βλέπε πιο κάτω, στην επόμενη λίστα), εκεί ήταν που τον είχαν πιάσει και βασανίσει οι δυνάμεις του σκοτεινού άρχοντα.]
- Ένα βράδυ, όταν πλέουν στον Άντουιν προς το τέλος του πρώτου βιβλίου, ο Λέγκολας τοξεύει μέσα στο σκοτάδι με το τόξο του Λόριεν το ιπτάμενο υποζύγιο του Νάζγκουλ που πετάει πάνω τους, και αυτό πέφτει στην ανατολική όχθη του ποταμού, προκαλώντας θρήνητικές κραυγές από τα ορκ.
- Η συντροφιά κάνει ένα stand στην κορυφή ενός λόφου στο Χόλιν (Ερέγκιον) μια νύχτα πριν μπουν στη Μόρια, στο οποίο ο Γκάνταλφ γλεντάει ένα κοπάδι wargs με πύρινη επίδειξη δύναμης.
-
Αφού σώζει τον Γκάνταλφ από το Ίσενγκαρντ, ο Γκουαΐχιρ τον αφήνει στο Έντορας. Από εκεί, ο Γκάνταλφ παίρνει τον Ίσκιο όταν ο Θέοντεν του λέει να πάρει ένα άλογο και να ξεκουμπιστεί – έκανε και κάποιες ώρες για να δαμάσει το άλογο ώστε να το καβαλήσει.
Ο Γκανταλφ, του John Howe
- Ο Μπίλμπο πετάγεται πρώτος και λέει να πάει αυτός το δαχτυλίδι στη Μόρντορ.
- Ο γερο-Μάγκοτ ο τσιφλικάς (αυτούσιο από την ελληνική μετάφραση) ήταν κολλητός (τηρουμένων των αναλογιών) με τον Μπομπαντίλ, ο οποίος τον θεωρούσε σοφότατο.
- Ο Φρόντο πουλάει το σπίτι στη Λοβέλια Σάκβιλ-Μπάγκινς και αγοράζει ένα στη Μπάκλαντ, εκεί που μεγάλωσε.
- Η Γκαλάντριελ είναι η γιαγιά της Άργουεν, πεθερά του Έλροντ.
- Τα mathoms – όσα πράγματα τα Χόμπιτ δεν ήξεραν που να τα χρησιμοποιήσουν αλλά δεν ήθελαν κιόλας να τα πετάξουν, οπότε και για αυτό είχαν το mathom house στο Μίτσελ Ντέλβινγκ, εν είδει μουσείου.
- Ο αντιπαθητικός μυλωνάς Σάντυμαν και ο γιος του Τεντ που θαρρώ πως αργότερα θα έχει κακή θέση στο ξεκαθάρισμα του Σάιρ. (Σημείωση εδώ: στο μεσαίωνα οι μυλωνάδες αντιμετωπιζόταν με μια κάποια δυσφορία και δυσπιστία, κυρίως γιατί ήταν το μόνο πόστο από το οποίο εξαρτιόταν οι άλλοι χωρικοί)
- Η απότομη αλλαγή διηγηματική κάμερας όταν είμαστε ακόμη στο Σάιρ, στο τρίτο κεφάλαιο, όπου μια αλεπού σχολιάζει μονάχη της το πρωτοφανές παράδοξο του να κοιμούνται έξω κάποια χόμπιτ.
- Η συντροφιά ανακαλύπτει επίσημα το Γκόλουμ μετά το Λόριεν, στον Άντουιν, παρόλο που σημάδια και υποψίες (για τον αναγνώστη) υπήρχαν από τη Μόρια.
- Οι οκτώ της συντροφιάς κουβάλησαν τις βάρκες στα χέρια για να παρακάμψουν τα απροσπέλαστα ρεύματα του Σαρν Γκεμπίρ.
- Στο νησάκι Τολ Μπραντίρ, ανάμεσα σε Άμον Χεν και Άμον Λω, λέγεται πως κανένας άνθρωπος (και ξωτικό/νάνος/χόμπιτ) ή ζώο δεν έχει πατήσει ποτέ. Έχει μεν απότομες πλαγιές, αλλά στο βιβλίο χτίζεται μια αύρα απόκοσμου, ανείπωτου άβατου.
Το Τολ Μπραντίρ, του Ted Nasmith
Πράγματα που δεν ήξερα ως τώρα:
- Ο Μπομπαντίλ ήταν αρχικά μια κούκλα των παιδιών του Τόλκιν, ντυμένη όπως ο χαρακτήρας στο βιβλίο – με κίτρινες μπότες και μπλε πανωφόρι.
- Στα πρώτα προσχέδια του βιβλίου ο Άραγκορν ήταν χόμπιτ με ξύλινα πόδια, που λεγότανε Trotter. Τα πόδια του ήταν έτσι λόγω βασανιστηρίων, όταν είχε φυλακιστεί από τον Σάουρον στη Μόρια.
- Στους θολωτούς τάφους δεν ήταν οι ψυχές των νεκρών που στοίχειωναν τον τόπο, αλλά πνεύματα που είχε στείλει ο Witch King στα μέσα της τρίτης εποχής, την εποχή της πανούκλας (circa 1600).
- Ο Γκλορφίντελ είναι τελικά ο ίδιος με τον Γκλορφίντελ της Γκοντόλιν. Οι Βάλαρ τον γύρισαν από τις αίθουσες του Μάντος, κάπου στη δεύτερη εποχή, όταν είχε αρχίσει να εμφανίζεται ο Σάουρον.
- Ο Τόλκιν υποψιάζεται πως οι δυο μπλε μάγοι που πήγαν στην ανατολή (στο Ρουν), ίδρυσαν μυστικές λατρείες και μαγικές παραδόσεις (οπότε και απέτυχαν, τουλάχιστον σύμφωνα με αυτόν).
-
Ίσως το πιο αναπάντεχο: Αν ο Γκάνταλφ δεν είχε φύγει από το Όρθανκ, ο Σάρουμαν θα είχε ζητήσει τη βοήθεια και συγχώρεσή του! Την ώρα που ο Γκάνταλφ έφευγε με τον Γκουαΐχιρ, τα Νάζγκουλ είχαν έρθει έξω από το Όρθανκ και ο Σάρουμαν τρόμαξε, κατανοώντας τι σημαίνει η συμμαχία με τη Μόρντορ. Ανεβαίνει πάνω λέγοντας στα Νάζγκουλ πως τάχα μου θα προσπαθήσει να μάθει τι ξέρει ο Γκάνταλφ – στην πραγματικότητα ετοιμάζεται να εκλιπαρήσει τον φυλακισμένο του. Πεισμώνει όμως βλέποντας πως ο Γκάνταλφ έχει δραπετεύσει και εν τέλει λέει στα Νάζγκουλ για το Σάιρ.
Ο Σάρουμαν στο Ίσενγκαρντ, από τους αδερφούς Hildebrandt
- Το λέμπας είναι από καλαμπόκι, συνταγή από το Βάλινορ, την έχουν μόνο οι Maidens of Yavanna, τίτλος (λατρευτικού τύπου;) που φέρουν κάποιες ξωτικές γυναίκες.
- Ο Φέανορ είχε ζητήσει μια τρίχα της Γκαλάντριελ μα αυτή δεν του έδωσε· στον Γκίμλι έδωσε τρεις.
- Διαβάζοντας στα αγγλικά πέτυχα τη λέξη Snapdragon, το οποίο τελικά είναι λουλούδι – συγκεκριμένα το σκυλάκι. Μέχρι τώρα ήξερα τη λέξη από τους επεξεργαστές των android.
- Το Νάζγκουλ που κυρίως όργωνε το Σάιρ ήταν ο Khamul, ο δεύτερος μετά τον Witch King, ο lieutenant of Dol Guldur.
- Σε κάποιο σημείο ο Άραγκορν αναφέρεται στην βασίλισσα Μπερούθιελ και τις γάτες της. Αυτή ήταν μια βασίλισσα της Γκόντορ, μαύρη (όχι στο χρώμα) Νουμενόριαν, που έμενε στην Οσγκίλιαθ και μισούσε τους πάντες. Είχε 9 μαύρες γάτες και μια λευκή, έβαζε τις μαύρες να κατασκοπεύουν τους πάντες και τη λευκή τις μαύρες. Έτσι μάθαινε όλα τα μυστικά των υπηκόων της και όλοι τη σιχαίνονταν και την έτρεμαν. Εν τέλει κατέληξε εκδιωγμένη στο Ούμπαρ.
- Εκτός από τη Μόρια, μίθριλ υπήρχε και στο Νούμενορ.
- Τα φύλλα των δέντρων μάλλορν ήταν δίχρωμα – αγνό πράσινο από πάνω και ασημένιο από την κάτω μεριά.
- Ελέσσαρ σημαίνει ξωτικόπετρα. Μια θρυλική είχε κατασκευαστεί στην Γκοντόλιν για την Ίντριλ, και όποιος κοίταζε μέσα της έβλεπε τα πράγματα θεραπευμένα, ακόμη και αν ήταν καμμένα ή άρρωστα, ενώ έδινε και θεραπευτικές δυνάμεις στον κάτοχό της.
Κλείνω με ένα απόσπασμα του Γκίμλι, το οποίο δείχνει πόσο μακριά βρίσκεται ο νάνος αυτός (αλλά και κάθε νάνος) από την καρικατούρα της ταινίας. Ο Γκίμλι είναι ένας από τους λόγους που εδώ και είκοσι τρία χρόνια όταν με ρωτάνε τι φυλή θα γίνω όταν πάω στη Μέση Γη, απαντάω νάνος:
«Δε χρειάζομαι χάρτη» είπε ο Γκίμλι, που είχε πλησιάσει με τον Λέγκολας και κοίταζε ίσια μπροστά με ένα παράξενο φως στα βαθιά του μάτια. «Εκεί είναι ο τόπος όπου παλιά δούλευαν οι πρόγονοί μου· έχουμε χαράξει την εικόνα των βουνών αυτών σε πολλά από τα έργα μας με μέταλλο και πέτρα, και έχουμε φτιάξει πολλά τραγούδια και ιστορίες για αυτά. Στέκονται πανύψηλα στα όνειρά μας: Μπαράζ, Ζιράκ, Σαθούρ.
Μόνο μια φορά τα έχω ξαναδεί στον ξύπνιο μου, και τότε από μακριά, αλλά τα αναγνωρίζω και ξέρω τα ονόματά τους, γιατί κάτω από αυτά βρίσκεται το Κάζαντ-ντουμ, το Ντάροουντελφ, που τώρα λέγεται Μαύρη Μίνα, Μόρια στη γλώσσα των Ξωτικών. Κοντύτερα σε εμάς βρίσκεται το Μπαραζινμπαρ, το Κόκκινο Κέρατο, ο ανελέητος Καράντρας· και πέρα από αυτόν βρίσκονται η Ασημοκορφή και η Συννεφοκορφή: ο Κελέμπντιλ ο Λευκός και ο Φανούιντολ ο Γκρίζος, που εμείς ονομάζουμε Ζιράκζιγκίλ και Μπουντουσαθούρ.»
Το δεύτερο μέρος εδώ και το τρίτο εδώ.