"/assets/films/vvitchposter.jpg", "height"=>100, "width"=>100}" />
English version here
Πρώτη δημοσίευση στο Metal Invader
Χρειαζόμασταν μια ταινία βουτηγμένη στο ζοφερό υφαντό της φολκλορικής υπαίθρου, η οποία να μην αναλώνεται σε εύκολες λύσεις, τελείως καταστροφικές για την εύθραυστη ατμόσφαιρα του υπαινικτικού τρόμου, όπως jump scares και κουβάδες αγνού gore. Πέρα από το σχετικά πρόσφατο “A Field In In England” του Ben Wheatley (το οποίο όμως κινείται σε πιο ψυχεδελικά και εναλλακτικών συνειδήσεων μονοπάτια), πρέπει να γυρίσουμε αρκετά πίσω για να βρούμε αξιοπρεπή δείγματα αυτού του ιδιαίτερου υποείδους (ας το πούμε horror folklore). Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε γύρω από το όνομα του “The Witch” ήδη από πέρυσι, πολύ πριν την επίσημη κυκλοφορία, μετά τα πολύ καλά λόγια που απέσπασε (μαζί με το σκηνοθετικό βραβείο) από το Αμερικανικό Sundance Festival, ήταν μεν μια ένδειξη αξιοπρεπούς ταινίας, η οποία όμως δεν έχει και ιδιαίτερη σχέση με την ουσία των προαναφερθέντων προσδοκιών. Τις οποίες όμως προσδοκίες εν τέλει ικανοποιεί σχεδόν στο ακέραιο.
Το δημιούργημα καταπιάνεται με μια οικογένεια πουριτανών Άγγλων αποίκων της Αμερικής (17ος αιώνας), η οποία εξορίζεται από την κοινότητά της για ασαφείς θρησκευτικούς λόγους, και καταλήγει στη δημιουργία ενός αγροκτήματος απομονωμένου από τον πολιτισμό, στα όρια ενός μεγάλου δάσους το οποίο είναι χώρος-ταμπού (με την καθαρά ανθρωπολογική σημασία) για την οικογένεια. Η έναρξη του “παροντικού” χρόνου της ταινίας σηματοδοτείται με την (κυριολεκτικά) εξαφάνιση του νεότερου μέλους της οικογενείας, ενός νεογέννητου αγοριού. Από εκεί και πέρα η οικογένεια βυθίζεται σπειροειδώς, λόγω μιας αφύσικης κακοτυχίας, προς την απελπισία και την απόγνωση. Οι νοσογόνοι παράγοντες αυτής της κατάστασης είναι ασαφείς – τα όρια μεταξύ πουριτανικής τρέλας και υπερφυσικών αιτιών είναι εξαιρετικά συγκεχυμένα, έως το καταπληκτικό φινάλε (για άλλους ακόμη και τότε). Η ιστορία θα μπορούσε να περιγραφεί σε πρώτο επίπεδο ως η απεικόνιση της ανώφελης προσπάθεια διατήρησης της οικογενειακής συνοχής εμπρός στην ανελέητη επίθεση των αφύσικων αυτών κακουχιών, της διάλυσης του οικογενειακού ιστού για χάρη του θρησκευτικού, ο οποίος διαπερνάται από αισθήματα υποψίας για κάθε μέλος – κανένας δεν είναι υπεράνω υποψίας παρά μόνο στο θάνατο.
Όσον αφορά το υπερφυσικό, αυτό πατάει ηδονικά πάνω στους τρόμους που κρύβονται αφενός εντός των λαϊκών (ευρωπαϊκών κυρίως) παραδόσεων, αφετέρου εντός της βαθιά θρησκευόμενης κοινότητας, πράγματα αλληλένδετα. Οι αντίστοιχες αιχμές του είναι δυο: η (ρευστή εμφανισιακά) μάγισσα του δάσους και ο Black Phillip, ένας κατάμαυρος τράγος με τον οποίον τα μικρά παιδιά της οικογένειας (ισχυρίζονται πως) μπορούν να μιλάνε. Μέσα στο καζάνι της ταινίας ευλύγιστα ακροδάχτυλα ανακατεύουν μαεστρικά διάφορα στοιχεία κι από τις δυο αυτές πηγές του τρόμου με σκοπό τη δημιουργία ενός τοπίου υπαινικτικού ζόφου, απόλυτα λειτουργικού σε βάθος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το δηλητηριασμένο μήλο που βγαίνει από το στόμα του άρρωστου νεαρού αγοριού (απλά καταπληκτική η ερμηνεία του μικρού Harvey Scrimshaw), κατά τον “εξορκισμό” του, ενδεικτικό του παντρέματος θρησκευτικού και λαϊκού (folklore) σκοταδιού.
Στο κέντρο του όλου οικοδομήματος βρίσκεται η πρωταγωνίστρια Thomasin (την οποία υποδύεται εξαιρετικά η Anya Taylor-Joy), η έφηβη κόρη, η οποία και γίνεται ταυτόχρονα αποδιοπομπαίος τράγος αλλά και είδωλο φασματικής ελπίδας για την οικογένεια· η αμφιταλάντευση ανάμεσα στην θεώρησή της ως πομπού ή δέκτη της κακοτυχίας είναι ανάλογη με το πέρασμά της από την παιδική στην ενήλικη ζωή.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι η αντίστροφη εξελικτικά πολιτισμική πορεία που ακολουθεί η οικογένεια εντός του χρόνου: από την ανεπτυγμένη Αγγλία (πρόκειται για μετανάστες πρώτης γενιάς) στις νεοσύστατες μικρές κοινότητες του Νέου Κόσμου, κι από εκεί στην απομόνωση του δάσους. Η μητέρα λυγίζει σε κάποια στιγμή και αναπολεί με πάθος την πολιτισμένη Αγγλία. Εκεί διαφαίνεται και η σύγκρουση ανάμεσα στο πνεύμα του πιονιέρου που εκφράζει τον άποικο και τον εξερευνητή, και στα δεσμά της νοσταλγίας και του οικείου, αλλά και του ίδιου του πολιτισμού. Ακόμη και η θέση του αγροκτήματος στα όρια του μεγάλου και απαγορευμένου δάσους είναι ενδεικτική της σύγκρουσης. Αν είναι κάτι που βρίσκεται στον πυρήνα της ταινίας για μένα, αυτό δεν είναι η κατακεραύνωση της θρησκείας (παραείναι εύκολη λύση η θεώρηση αυτή), αλλά τα όρια. Είναι μια ταινία που καταπιάνεται με το μεταίχμιο: ανάμεσα στον πολιτισμό και τη Φύση, ανάμεσα στο οικείο και το άγνωστο, ανάμεσα στην παιδική ηλικία και την ενηλικίωση, ανάμεσα στη σφιχτή πειθαρχεία της θρησκείας και την (φαινομενική;) ελευθερία της σύγκρουσης με αυτή. Ακόμη και με το όριο ανάμεσα στους σκεπτικιστές και στους ανοιχτόμυαλους, και το πως θα ερμηνεύσουν εν τέλει αυτό που είδαν.
Μέσα στο κορμί της ταινίας υπάρχουν μικρές κύστες βαθιά ανησυχητικού περιεχομένου: η παρείσφρηση του κακού στο αγρόκτημα δια της οδού της παιδικής αθωότητας, η υπόνοια για αιμομιξία, η τρέλα που ελοχεύει στο νυχτερινό φρενήρες κόψιμο ξύλων από τον πατέρα. Αλλά εδώ υπάρχουν και θρόμβοι αγνών αρχέτυπων, εικόνες που δονούνται στο ασυνείδητο: το κοράκι που ροκανίζει το γυμνό στήθος της μητέρας, η πορεία μέσα στο δάσος που (πάντα πρέπει να) καταλήγει στην καλύβα της μάγισσας, το προαναφερθέν δηλητηριασμένο μήλο που βγαίνει από το λαιμό του καταραμένου. Ο Robert Eggers ξέρει να αντλεί έμπνευση από το πιο λειτουργικό για τον τρόμο και την ατμόσφαιρα μέρος: την αιωνόβια παράδοση.
Ένα από τα κορυφαία χαρακτηριστικά του “The Witch” είναι το μαεστρικό κύλισμα από τη φαινομενικά νοητή, πλαστή προέλευση των μαγικών ιδιοτήτων και δυνάμεων, στο φανερό πλέον αντίκτυπό τους εντός του κόσμου, με απτά, υλικά αποτελέσματα. Αυτό που ξεκινάει ως μια νοητή υιοθέτηση ρόλου από την Thomasin, καταλήγει να υλοποιείται. Εδώ έχουμε μαγεία σε καθαρή, αποσταγμένη μορφή: η δημιουργική δύναμη του λόγου, η δημιουργία της σκεπτομορφής, η οποία ξεφεύγει από τον έλεγχο της συνείδησης και πραγματοποιεί την επιθυμία του ενδότερου και ανώτερου εαυτού.
Παρά τα κάποια προβλήματα στη ροή (πλατειάζει σε σημεία) και μια αίσθηση ελλιπούς κορύφωσης (για κάποιους), το “The Witch” είναι μια ταινία απολαυστικά ανησυχητικού και αγριευτικού περιεχομένου, μια ωδή στον τρόμο της λαϊκής υπαίθρου, το ταινιακό αντίστοιχου ενός κεριού στη μέση του σκοταδιού, η φλόγα του οποίου δέχεται συνεχείς επιθέσεις από ριπές αθέατων φτερών. Με αρχοντικά κάδρα, πινελιές γκροτέσκου, με μια συνεχή μουντάδα στον φωτισμό και στον γκρίζο καιρό, κι ένα φινάλε που αποζημιώνει κάποιους από εμάς, το “The Witch” πλέκει τους φόβους του εκάστοτε θεατή σε έναν κόμπο δυσοίωνο, όμοιο με αυτούς που βρίσκει ο καταδικασμένος μπρος στο κατώφλι του.