"/assets/images/folklore/boris_karloff.jpg", "height"=>100, "width"=>100}" />

Monster Compendium I - Vampire

Το προηγούμενο κείμενο, αυτό των ζόμπι, είχε λήξει με την εικόνα ενός σακιού που πετάει, το οποίο και είναι ο συνεκτικός κρίκος με τους πλέον αρχοντικούς ίσως εκ των νεκροζώντανων, τους βρυκόλακες. Σε κάποιες από τις εγχώριες (αλλά και τις σλαβικές) παραδόσεις, ο βρυκόλακας έχει τη μορφή ενός ασκού, ο οποίος ίπταται έχοντας μονάχα δυο κόκκινα (σαν αναμμένα κάρβουνα) μάτια ως εμφανή χαρακτηριστικά. Ένα σαρκίο λοιπόν, το οποίο πλανάται στους χωματόδρομους της υπαίθρου, ψάχνοντας αίμα με το οποίο να φουσκώσει, για να καταλήξει ως ένα πρησμένο τσουβάλι το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να καμουφλαριστεί ανάμεσα στους ασκούς του Αιόλου που κρατάνε κάποια άτομα στο αμπάρι του πλοίου τους.

Ένα από τα πρώτα πράγματα που έρχονται στο μυαλό όσον αφορά το βαμπίρ είναι το χάσμα μεταξύ της παραδοσιακής (φολκλορικής, ανέγγιχτης από τα φτιασιδώματα της σαλονάτης λογοτεχνίας) και της σύγχρονης στερεοτυπικής εικόνας του. Υπάρχει μια αίσθηση πως η αυθεντικά τρομακτική εικόνα του βρυκόλακα αλλοιώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την προσοχή που του αφιέρωσε η τέχνη κατά τους τελευταίους αιώνες, καταλήγοντας να τον μετατρέψουν σε ένα ρομαντικό και γοητευτικό πλάσμα το οποίο καμία σχέση δεν έχει με το πραγματικά Αποκρουστικό πλάσμα του παρελθόντος. Έχουμε από τη μια τον παρελθοντικό βρυκόλακα ο οποίος μυρίζει χώμα νεκροταφείου, είναι αποκρουστικός στην εμφάνιση σαν τον Κόμη Όρλοκ (ή είναι σακί), με αποτέλεσμα να είναι εμφανώς διαχωρισμένος από την θνητή ανθρωπότητα, και επίσης η προοπτική μιας τέτοιας τύχης για εμάς να μη φαίνεται ιδιαίτερα ελκυστική. Από την άλλη έχουμε το (ας πούμε) σύγχρονο βαμπίρ, το οποίο είναι σχεδόν μη ανιχνεύσιμο ανάμεσα στις μάζες των θνητών, παρά μόνο δια της έλξης που ενίοτε ασκεί προς τα υποψήφια θύματά του – με τα οποία όμως, εν αντιθέσει με την μονολιθική αντιμετώπιση που τους επιφύλασσε ο παρελθοντικός καταχανάς, μπορεί να αναπτύξει πλέον συναισθηματικούς δεσμούς. Ένα πλάσμα αξιοζήλευτο, το οποίο (όπως και ο προκάτοχός του) ανταλλάσσει αίμα ή/και ζωές θνητών για αθανασία – κάτι που είναι προφανώς ελκυστικότατο. Σχετικά με αυτό το χάσμα μεταξύ των δυο στερεοτυπικών βρυκολάκων, και πιθανές αιτίες αλλά και προεκτάσεις, θα υπάρξει σύντομα κάποιο εμβόλιμο κείμενο.

Ένα από τα βασικότερα μοτίβα (στο οποίο υπάρχουν διάφορες εξαιρέσεις) του βρυκόλακα ανεξαρτήτως εποχής είναι πως τρέφεται με αίμα θνητών πλασμάτων, συνήθως ανθρώπων. Υπάρχει λοιπόν μια οσμωτική σχέση ζωής και νεκροζωής, εφόσον θεωρήσουμε ένα αυστηρό όριο μεταξύ των δυο. Το βαμπίρ, παρά το πέρασμά του στην απέναντι πλευρά του ορίου, χρειάζεται (ή απλά είναι εξαναγκασμένο από τη φύση του να παίρνει) στοιχεία από την εδώ πλευρά, μέσω του ρέοντος αίματος, του πλέον εικονικού ίσως συμβόλου της πλευράς των ζωντανών. Στην κυρίαρχη μορφή του αφηγήματος, η Δίψα του βαμπίρ για αίμα πρέπει να γράφεται με κεφαλαίο Δ· τόση είναι η δύναμη της επί της θέλησης του πλάσματος και η επιβλητική διαμόρφωση της συμπεριφοράς του (άμεσα ή εμμέσως) από αυτήν. Αυτή η αέναη ανάγκη είναι ένα από τα κοινά χαρακτηριστικά του νεκροζώντανου με τον θνητό, η ανάγκη δηλαδή για συντήρηση του ατόμου μέσω της κατανάλωσης κάποιου εξωτερικού σε αυτό στοιχείου (φαγητό, νερό, αίμα). Ο βρυκόλακας, όπως και το ζόμπι, παρόλο που βρίσκεται πέρα από το υποτιθέμενο φράγμα, δεν έχει απολέσει τα χαλινάρια της θνητότητας από πάνω του, εν αντιθέσει για παράδειγμα με το φάντασμα. Ενδιαφέρον έχει η παράδοση σύμφωνα με την οποία το αίμα των νεκρών είναι άκρως βλαβερό για το βαμπίρ: εμπεριέχει μια σχετικά μαγνητική χροιά, όπου το όμοιο απωθεί το όμοιο, και τονίζει την προαναφερθείσα όσμωση, την εξάρτηση των εχόντων περάσει το όριο του θανάτου από αυτούς που δεν το έχουν κάνει ακόμη. Ο θάνατος εδώ δεν έχει νικήσει ολοκληρωτικά τη ζωή.

Σε αντιπαραβολή βέβαια με το ζόμπι, ο βρυκόλακας είναι σαφώς πιο ικανός ως οντότητα στην ικανοποίηση του ρόλου του ως κυνηγός. Από τους κυνόδοντες (σημείωση: οι πολλοί κυνόδοντες στη στοματική κοιλότητα, χαρακτηριστικό κάποιων βαμπίρ σε πιο σύγχρονες απεικονίσεις, είναι ένα αισθητικό για εμένα αίσχος, λόγω της απομάκρυνσής του από την ανθρώπινη εικόνα, και άρα της απομάκρυνσης της πιθανότητας αθόρυβης διείσδυσης εντός του συνόλου των ζωντανών, αλλά και γιατί αυτή η εικόνα παραπέμπει σε ψάρια της αβύσσου) μέχρι την ικανότητα αλλαγής μορφής (λύκος, νυχτερίδα, ομίχλη, καπνός, σκιά – οι τρεις τελευταίες το καθιστούν όχι-απόλυτα-corporeal πλάσμα) και την κατοχή δυνάμεων γητείας των θνητών, φαίνεται πως το βαμπίρ σαφώς υφίσταται ως ένας υπερκυνηγός. Η οξύνοιά του όχι μόνο δεν έχει παρηκμάσει με τη μετατροπή του, αλλά ενίοτε αυξάνεται, είτε αξιωματικά με το που αλλάζει, είτε χάριν της συσσώρευσης εμπειριών εξαιτίας της αιώνιας ύπαρξής του. Το βαμπίρ μπορεί να καταστρώνει πολύπλοκα σχέδια, και να εμπαίζει αφ’ υψηλού τον θνητό – κάτι για το οποίο μπορείς να το θαυμάζεις, να το ζηλεύεις, και να το βλέπεις ως έναν τουλάχιστον ισάξιο συμβιωτή σου.

Η ανάγκη για πρόσκληση εντός οικίας από κάποιον κάτοικο του σπιτιού, έτσι ώστε ο βρυκόλακας να μπορεί να μπει σε αυτό, είναι η αναγνώριση της υπερφυσικής ιδιότητας του κατοικημένου σπιτιού ως προστατευτικού χώρου. Είναι κάτι μη συμβαδίζον με, και μη εξηγήσιμο από, την κοινώς αποδεκτή επιστήμη, και άρα ευπρόσδεκτο ως χαρακτηριστικό του αφηγήματος. Εφόσον προσκληθεί τότε το βαμπίρ από πιθανός εισβολέας γίνεται φιλοξενούμενος, αποκτά μια ιερή ιδιότητα, την οποία και κάνει exploit – δείγμα μιας κάμψης των κανόνων, δείγμα εξυπνάδας και όχι ωμής επίθεσης στη λεία.


vamp1

Η μοναχική του εμφάνιση είναι σαφώς πιο λειτουργική στον υπαινικτικό τρόμο σε σχέση με τα βαμπιρικά σμήνη (βλ. στα ζόμπι σχετικά). Παρόλα αυτά, η υπόνοια ύπαρξης θυλάκων βρυκολάκων εντός χώρων στους οποίους δραστηριοποιούνται ζωντανοί, οι οποίοι βρυκόλακες δεν είναι άμεσα διαχωρίσιμοι από τους αναπνέοντες, μπορεί κάλλιστα να λειτουργήσει ως μια κάθοδος προς μια πλήρη πανικού τρέλα. Η ισχύς εν τη ενώσει των ομοειδών μας πάει περίπατο, η ασφάλεια που μπορεί να προσφέρει συνήθως η ενσωμάτωσή μας στο πλήθος καταρρέει, με αποτέλεσμα είτε η ανασφάλεια να βασιλεύει, είτε να σπάει βίαια η ψευδαίσθηση της ενσωμάτωσης σε ένα ασφαλές σύνολο. Τέλος, όπως και στα ζόμπι, έτσι και στα βαμπίρ, η τάση εξήγησης του βαμπιρισμού δια της επιστημονικής οδού (όπως στο “The Strain” ας πούμε) είναι για μένα απαράδεκτη, μια γείωση του παραλόγου στο καθημερινό, στο κυρίαρχο και στο εξηγήσιμο.

Οι αδυναμίες των βρυκολάκων σε συμβολικά φορτισμένες οντότητες (φως του Ήλιου, σύμβολα πίστεως) και σε παράλογους ψυχαναγκασμούς (μέτρημα φασολιών, αδυναμία περάσματος τρεχούμενου νερού) προσδίδουν στη γοητεία των πλασμάτων, απομακρύνοντάς τα ακόμη περισσότερο από το εξηγήσιμο και το γνώριμο (πχ, παρόλο που το σεληνιακό φως είναι σύμφωνα με την επιστήμη ανακλασμένο ηλιακό φως, δεν τα επηρεάζει, όπως «φυσιολογικά» θα έπρεπε) και δίνοντας στο αφήγημα μια παραμυθένια χροιά, εξαιρετικά ελκυστική. Για τον ίδιο λόγο γοητευτικά μπορούνα να θεωρηθούν και κάποια χαρακτηριστικά όπως η μη ύπαρξη αντανάκλασής τους στους καθρέφτες.

Όσον αφορά τώρα την περίπτωση της μετατροπής σε βρυκόλακα (turning into vampire απείρως ανώτερη έκφραση), τα περισσότερα αφηγήματα προσπαθούν με διάφορους τρόπους (από την ονομασία της ύπαρξης αυτής ως καταραμένη (βαπτίζοντάς την ασύμβατη με τα ηθικά αφηγήματα της εκάστοτε εποχής/θρησκείας, κτλ), την ανάδειξη σε θηριωδία της πράξης του να βλάπτεις ζωντανό άνθρωπο ή να τρέφεσαι από αυτόν, την υπερτόνιση της μοναχικότητας της αιώνιας ύπαρξης, κτλ) να την απαξιώσουν. Όπως και το σύνολο σχεδόν των δοξασιών περί αθανασίας, η συντριπτική πλειοψηφία των βαμπιρικών αφηγήσεων προσπαθούν να στηρίξουν την κυρίαρχη και καθημερινή κοσμοθεωρία, καταλήγοντας στην επιβεβαίωση της θνητότητας και τη διδασκαλία περί του μάταιου μιας πιθανής αιώνιας ύπαρξης. Ακόμη και στην τέχνη, όπου δεν υπάρχει άκαμπτος περιορισμός όσον αφορά το περιεχόμενο, όλες σχεδόν οι ιστορίες καταλήγουν στην ενδυνάμωση της καθημερινότητας και ενός αιωρούμενου “Natural Order of Things”, το οποίο φαντάζει άθραυστο και ακούνητο.

Το ενδιαφέρον για το βαμπίρ έχει να κάνει με την προοπτική της αιώνιας ύπαρξης, με τη γεύση που θα έχει το αίμα του (σε περίπτωση που έτσι σε μετατρέπει σε νεκροζώντανο), με το πόσο κρύο θα είναι το άγγιγμά του, με το πως θα σου φαίνεται μετά γευστικά το αίμα των ζωντανών, με την αίσθηση αντίληψης που θα έχεις όταν μετατρέπεσαι σε σκιά ή ομίχλη (πως θα νιώθεις περνώντας μέσα στα αυλάκια του λιθόχτιστου τοίχου, ή αν θα υπάρχει κίνδυνος διάρρηξης της προσωπικότητάς σου όταν, όντας σκιά, χάνεσαι μέσα σε άλλους βαθύτερους ίσκιους). Η λαχτάρα για τη βαμπιρική φύση έχει να κάνει με την αίσθηση ανωτερότητας σε σχέση με το ζωντανό άνθρωπο (αποκτώντας έτσι μια υπερανθρώπινη χροιά, αλλά και μια σαφή επιβεβαίωση της ατομικότητας έναντι της συλλογικότητας), με την αποτίναξη δεσμών όπως η εντός καπιταλιστικού περιβάλλοντος εργασία, με τη Μεταμόρφωση και τη σιωπηλή παρατήρηση από ψηλά, με το απτό δέσιμο με τη Γη καθώς βυθίζεσαι στο χώμα του τόπου σου.


vamp1

11 Dec 2016


Tags: folklore   horror   bestiary
Industries of Inferno, 2024   
About    RSS