"/assets/images/pc110013.jpg", "height"=>100, "width"=>100}" />

Η αρχέγονη πόλη (Clark Ashton Smith, 1934)

Η Αρχέγονη Πόλη (The Primal City) βασίζεται σε ένα όνειρο του Κλαρκ Άστον Σμιθ, όπως αναφέρει ο ίδιος στην αλληλογραφία του με τον Λάβκραφτ. Η ιστορία ολοκληρώθηκε το 1934 και εκδόθηκε το Νοέμβριο του ίδιου έτους στις σελίδες του περιοδικού The Fantasy Fan, ενώ προηγουμένως είχε απορριφθεί από το Weird Tales ως πεζό ποιήμα δίχως ουσιαστική πλοκή (συνηθισμένο φαινόμενο όσον αφορά την αντιμετώπιση του ΚΑΣ από τα παλπ περιοδικά της εποχής).

Πνευματικά, το διήγημα βρίσκεται πολύ κοντά στην Αναγέννηση του Λόρδου Έρνι (The Regeneration of Lord Ernie) του Άλτζερνον Μπλάκγουντ – και οι δυο ιστορίες καταπιάνονται με το στοιχειακό μεγαλείο καθώς αυτό αποκαλύπτεται στο τραχύ βουνό. Όσον αφορά το μυστηριακό μοτίβο της ορεινής ανάβασης, το διήγημα θυμίζει και την έτερη ιστορία από τη συλλογή Incredible Stories του Μπλάκγουντ, τη Θυσία (The Sacrifice).

Το στοιχείο (του αέρα στην προκειμένη) παρουσιάζεται με υπόσταση και ζωντάνια, με φύση ακατάληπτη και μεγαλειώδη, επικίνδυνη και μη ανθρώπινη. Ο συγγραφέας δεν προσπαθεί να φέρει το στοιχειακό στα μέτρα μας, αλλά μέσω της γλώσσας να φέρει τον άνθρωπο κοντά στην εμπειρία του αγέρα και της καταιγίδας και του νυχτοκτόνου κεραυνού. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα παθητικό,άψυχο τερέν που αποτελεί αντικείμενο προς ανθρώπινη εκμετάλλευση, μα με έναν ανιμιστικό, πανζώντανο, πραγματικό κόσμο του οποίου ο άνθρωπος δεν είναι κυβερνήτης και εξουσιαστής μα απλά ένα (μη ιεραρχημένο)τμήμα.

Μελανό σημείο της ιστορίας η αντιμετώπιση του ιθαγενή οδηγού από τον συγγραφέα, όπου (ακολουθώντας την αναμενόμενη για την εποχή ρατσιστική αντίληψη) τον περιγράφει ως έναν χαμηλότερης νοημοσύνης άνθρωπο.


Τώρα που τα γεγονότα αυτά αποτελούν παρελθόν και μια ακλόνητη αμφιβολία λεηλατεί τις αναμνήσεις μου, δεν είμαι σίγουρος για το λόγο που μας οδήγησε σε εκείνη την απάτητη περιοχή. Θυμάμαι πάντως πως τη μνημόνευε ξεκάθαρα ένα βιβλίο, του οποίου εμείς κατείχαμε το μοναδικό αντίτυπο: στις σελίδες του υπήρχαν αναφορές σε κάποια αχανή προανθρώπινα ερείπια που βρίσκονταν κάπου ανάμεσα στα γυμνά υψίπεδα και τις βλοσυρές κορυφές εκείνης της έκτασης. Δε θυμάμαι πώς είχε φτάσει στην κατοχή μας αυτός ο τόμος. Ξέρω όμως πως εγώ και ο Σεμπάστιαν Πόλντερ είχαμε αφιερώσει τα περισσότερα από τα χρόνια μας στην αναζήτηση απόκρυφης γνώσης – και αυτό το βιβλίο ήταν η επιτομή όλων των πραγμάτων που οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει ή αγνοήσει στην επιθυμία τους να αποκηρύξουν το ανεξήγητο.

Όντας ερωτευμένοι με το μυστήριο και ψάχνοντας αέναα για όσα έχει παραβλέψει η επιστήμη, γοητευτήκαμε από τις σελίδες του βιβλίου, γραμμένες καθώς ήταν σε ένα αρχαϊκό αλφάβητο‧ η σκέψη μας αλυσοδέθηκε πάνω τους. Η τοποθεσία των ερειπίων αναφερόταν ξεκάθαρα, έστω και με όρους μιας απαρχαιωμένης γεωγραφίας‧ και θυμάμαι ακόμη τον ενθουσιασμό μας όταν σημειώσαμε σε μια υδρόγειο σφαίρα την τοποθεσία. Μας πλημμύρησε μια άγρια προσμονή για την παράξενη αυτή πόλη, όντας πλέον σίγουροι πως μπορούσαμε να τη βρούμε. Ίσως θέλαμε να επιβεβαιώσουμε μια παράξενη και φοβερή θεωρία που είχαμε σχηματίσει σχετικά με τη φύση των πρωταρχικών κατοίκων της γης‧ ίσως ψάχναμε για τα θαμμένα αρχεία μιας χαμένης επιστήμης… ή ίσως υπήρχε κάποιο άλλος, σκοτεινότερος στόχος.

Δε θυμάμαι τίποτα από την πρώτη φάση του ταξιδιού μας – οι αποστάσεις που είχαμε καλύψει πρέπει να ήταν μεγάλες, μα άχαρες και κουραστικές. Θυμάμαι όμως χαρακτηριστικά πως ταξιδεύαμε για μέρες μέσα από γυμνά, άδεντρα οροπέδια που υψώνονταν σαν αναχώματα, το ένα μετά το άλλο προς τις παρατεταγμένες πυραμιδοειδείς κορυφές που φύλαγαν τον προορισμό μας. Είχαμε για οδηγό ένα νωθρό και λιγομίλητο ιθαγενή, που η νοημοσύνη του φαινόταν ελάχιστα μεγαλύτερη από αυτήν των λάμα που κουβαλούσαν τις προμήθειές μας. Δεν είχε επισκεφτεί ποτέ τα ερείπια, αλλά μας είχε διαβεβαιώσει πως γνώριζε το δρόμο – ήταν ένα μυστικό που το ήξεραν κάποιοι από το λαό του. Όσο για τις παραδόσεις της περιοχής σχετικά με τα ερείπια που ψάχναμε και τους κατασκευαστές τους, αυτές ήταν σπάνιες και ελλιπείς‧ παρά τις ερωτήσεις μας, δεν μπορέσαμε να μάθουμε κάτι που δεν γνωρίζαμε ήδη από το πανάρχαιο βιβλίο. Φαίνεται πως η πόλη δεν είχε όνομα και η περιοχή ήταν απάτητη από ανθρώπους.

Η λαχτάρα και η περιέργεια μας κατέτρωγαν τα σωθικά σαν τροπικός πυρετός‧ ποσώς νοιαζόμασταν για τους κινδύνους και δυσκολίες που μπορεί να έκρυβε η εξερεύνηση. Πάνω μας απλωνόταν το αιώνιο κυανό των καθαρών ουρανών, πλήρως εναρμονισμένο με το άδειο τοπίο. Η διαδρομή έγινε απότομη‧ μπροστά μας πλέον υπήρχε μια ερημιά από γκρεμούς, σπασμένα βράχια και άγρια χάσματα, όπου κατοικούσαν μονάχα οι πιο μοχθηροί από τους ευρύφτερους κόνδορες.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που χάναμε οπτική επαφή με τις ρωμαλέες κορυφές που είχαμε βάλει για σημάδι. Ο οδηγός μας όμως δεν έχανε το δρόμο, σαν να τον οδηγούσε κάποιο ένστικτο πιο βαθύ από τη μνήμη ή την νοημοσύνη‧ δε δίστασε σε κανένα σημείο. Ανά διαστήματα συναντούσαμε τα σπασμένα απομεινάρια ενός λιθόστρωτου δρόμου που κάποτε πρέπει να διέσχιζε ολάκερη αυτήν την ρημαγμένη περιοχή: φαρδιές, κυκλώπειες πλάκες από γνευσίτη, που θαρρείς τις είχαν τοποθετήσει καταιγίδες αιώνων παλιότερων από την ανθρώπινη ιστορία. Σε κάποια από τα βαθύτερα χάσματα είδαμε τις διαβρωμένες βάσεις από τρανές γέφυρες που κάλυπταν το κενό σε αλλοτινές εποχές. Αυτά τα ερείπια μας καθησύχασαν, γιατί στον αρχέγονο τόμο υπήρχαν αναφορές σε τεράστιες γέφυρες και μια λεωφόρο που οδηγούσε στη θαυμαστή πόλη.

Ο Πόλντερ κι εγώ ενθουσιαστήκαμε με την ανακάλυψη‧ παράλληλα όμως μας διαπέρασε ένας παράξενος τρόμος καθώς προσπαθήσαμε να διαβάσουμε κάποιες επιγραφές που ήταν βαθιά χαραγμένες στις φθαρμένες πέτρες. Κανείς ζωντανός, όσο εμβριθής κι αν ήταν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, δε θα μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει αυτούς τους χαρακτήρες‧ ίσως ήταν αυτή η φύση τους που μας είχε φοβίσει, τόσο απομακρυσμένη από καθετί καταγεγραμμένο. Γιατί, μπορεί να ήμασταν δυο άνθρωποι που είχαμε ψάξει επιμελώς κατά τη διάρκεια πολλών επίπονων ετών για οτιδήποτε μπορεί να υπερβαίνει την ίδια την έννοια της θνητότητας μέσω της ιλιγγιώδους ηλικίας ή παραξενιάς‧ μπορεί να είχαμε λαχταρίσει με ζήλο το απόκρυφο και το παράδοξο‧ όμως μια τέτοια λαχτάρα δεν είναι ασύμβατη με το φόβο και την αποστροφή. Εμείς ξέραμε, καλύτερα από όσους έχουν μείνει εντός των φυσιολογικών μονοπατιών της έρευνας, τους κινδύνους που ελλοχεύουν στις εξωφρενικές και μοναχικές αναζητήσεις μας.

Είχαμε συζητήσει πολλές φορές για το αίνιγμα της βουνόχτιστης πόλης, επιδιδόμενοι σε εικασίες ποικίλης αξιοπιστίας. Αλλά καθώς φτάναμε στο τέλος του ταξιδιού μας, καθώς τα απομεινάρια του αρχαϊκού αυτού λαού πλήθυναν ολόγυρά μας, η σιωπή μας όλο και μάκραινε, σαν να κοινωνούσαμε από τη λακωνικότητα του ατάραχου οδηγού μας. Από το μυαλό μας πέρναγαν σκέψεις υπερβολικά παράξενες για να εκφραστούν δυνατά. Το ψύχος αρχαίων αιώνων ξεγλίστρησε από τα ερείπια, τυλίχτηκε στις καρδιές μας και θρονιάστηκε εκεί.

Συνεχίσαμε μοχθώντας ανάμεσα σε έρημους βράχους και στείρους ουρανούς. Η ατμόσφαιρα είχε αραιώσει από το υψόμετρο κι έκανε τα πνευμόνια να πονάνε σε κάθε εισπνοή λες και ρουφούσαν κοσμικό αιθέρα. Το μεσημέρι φτάσαμε σε ένα στενό, μακρύ φαράγγι. Στην πέρα άκρη του είδαμε, μέσω μιας ιλιγγιώδους προοπτικής, να υψώνεται μπροστά μας η πόλη που ψάχναμε – αυτή που αναφερόταν ως ανώνυμο ερείπιο στον τόμο εκείνον που προϋπήρχε κάθε γνωστού βιβλίου.

Το μέρος ήταν χτισμένο πάνω σε μια ενδότερη κορυφή της οροσειράς, η οποία περιτριγυριζόταν από άλλα αχιόνιστα υψώματα, ελαφρώς πιο απότομα και ψηλά από την ίδια. Από τη μια πλευρά της η βουνοκορφή σχημάτιζε έναν απότομο γκρεμό εκατοντάδων μέτρων‧ από την άλλη, κατέβαινε κλιμακωτά σαν ζιγκουράτ‧ η τρίτη της πλευρά, αυτή που μας αντίκριζε, ήταν μια απότομη ανηφόρα με σπασμένα σκαλοπάτια και καμινάδες, μα δεν φαινόταν να αποτελεί σημαντική πρόκληση για έμπειρους ορειβάτες. Ο βράχος ολάκερης της πλαγιάς ήταν κομματιασμένος και, παραδόξως, καψαλισμένος. Εξίσου φθαρμένα και σπασμένα ήταν τα τείχη της πόλης που είδαμε να στεφανώνουν την κορφή του βουνού, χιλιόμετρα ακόμη μακριά μας.

Ο Πόλντερ κι εγώ ατενίσαμε τον καρπό της αναζήτησής μας, δίχως να δώσουμε φωνή στις σκέψεις και τα συναισθήματά μας. Ο ντόπιος δεν έκανε κάποιο σχόλιο, παρά μόνο έδειξε αδιάφορα προς την κορφή με το ερειπωμένο στεφάνι. Επιταχύναμε, θέλοντας να φτάσουμε όσο υπήρχε ακόμη φως‧ και αφού περάσαμε μέσα από μια αβυσσαλέα κοιλάδα, αρχίσαμε, το απόγευμα, την ανάβαση της πλαγιάς προς την πόλη.

Εντυπωσιαστήκαμε ξανά από την παράδοξη μαυρίλα του βράχου, από τις πάμπολλες σχισμές που τον διέτρεχαν. Ήταν σαν να σκαρφαλώναμε ανάμεσα στις γκρεμισμένες, καψαλισμένες πέτρες ενός κάστρου φτιαγμένου από Τιτάνες. Όλη η πλαγιά είχε σχιστεί και διαχωριστεί σε τεράστιες γωνιώδεις επιφάνειες‧ κάποιες από αυτές μάλιστα είχαν υαλοποιηθεί, δυσκολεύοντας την ανάβασή μας. Φαίνεται πως κάποια στιγμή στο παρελθόν μια τερατώδης θερμότητα είχε αγγίξει όλον αυτόν τον τόπο, παρόλο που δεν υπήρχαν ηφαιστειακοί κρατήρες στα γύρω βουνά. Εξαιρετικά προβληματισμένος, θυμήθηκα ένα χωρίο από τον αρχαίο τόμο, το οποίο υπονοούσε με διφορούμενο τρόπο τη σκοτεινή μοίρα που είχε αφανίσει πριν ανυπολόγιστο καιρό τους κατοίκους της πόλης: «Είχαν υψώσει τα τείχη και τους πύργους τους πολύ ψηλά, φτάνοντας στη γη των νεφών‧ και τα σύννεφα μες στο θυμό τους κατέβηκαν και κατατρόπωσαν την πόλη με τρομερές φλόγες‧ και εφεξής στο μέρος αυτό δεν κατοικούσαν οι πρωταρχικοί γίγαντες που το είχανε χτίσει‧ μονάχα τα σύννεφα έστεκαν ως φύλακες του τόπου.» Από αυτό όμως το εδάφιο δεν μπορούσα να βγάλω κάποιο σαφές συμπέρασμα: η ιδέα παραήταν φανταστική για να την εκλάβω ως οτιδήποτε άλλο πέρα από ένα αμφίβολο σχήμα λόγου.

Είχαμε αφήσει τα τρία λάμα στη βάση της πλαγιάς, και πήραμε μονάχα όσες προμήθειες θα χρειαζόμασταν για μια νύχτα. Έτσι λοιπόν, δίχως αξιοσημείωτο φορτίο, προχωρήσαμε γοργά παρά τα ποικιλόμορφα εμπόδια που πρότασσαν εναντίον μας οι σπασμένοι γκρεμοί. Μετά από λίγο φτάσαμε στην αρχή μιας λαξευμένης κλίμακας που ανέβαινε προς την κορυφή‧ τα σκαλιά της όμως είχαν φτιαχτεί για κολοσσιαία πόδια, ενώ σε αρκετά σημεία είχαν την τύχη των υπόλοιπων κατεστραμμένων ερειπίων‧ για αυτό και δε διευκόλυναν ιδιαίτερα την ανάβασή μας.

Ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά πάνω από το δυτικό πέρασμα πίσω μας‧ για αυτό και, καθώς προχωρούσαμε, εξεπλάγην από το ξαφνικό σκοτείνιασμα της καρβουνιασμένης μαυρίλας των βράχων. Κοιτώντας πίσω είδα πως αρκετές γκρίζες αέριες μάζες – θα μπορούσαν να είναι σύννεφα ή καπνός – μαζεύονταν αργά γύρω από τις κορφές που δέσποζαν πάνω από το πέρασμα‧ και μια από αυτές τις μάζες, υψώνοντας ένα ανάστημα δίχως μέλη, όρθια, κολοσσιαία, είχε παρεμβληθεί ανάμεσα σε εμάς και τον ήλιο.

Το πρόσεξαν κι οι άλλοι δύο. Το καλοκαίρι η νέφωση είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο για αυτά τα άνυδρα βουνά, ενώ και η παρουσία καπνού θα ήταν δύσκολο να εξηγηθεί. Και πέρα από όλα αυτά, οι γκρίζες μάζες ήταν αυστηρά αποκομμένες η μια από την άλλη, και κατείχαν μια περίεργη αδιαφάνεια και οξύτητα περιγράμματος. Με μια πιο προσεκτική ματιά δεν έμοιαζαν με κανένα σύννεφο που είχαμε δει στη ζωή μας – είχαν μια περίεργη υπόνοια βάρους και στερεότητας. Έμοιαζαν να φουσκώνουν και να υψώνονται, πλησιάζοντάς μας μέσα από έναν γαλανό ουρανό όπου μέχρι στιγμής δεν υπήρχε ίχνος πνοής ανέμου. Πετούσαν με τρόπο ευθυτενή που θύμιζε τεράστιες κολώνες αλλά και γίγαντες που διασχίζουν μια απέραντη πεδιάδα.

Θαρρώ πως όλοι νιώσαμε μια προειδοποίηση, ασαφή αλλά άκρως επιτακτική. Μας είχανε μαντρώσει άγνωστες δυνάμεις – ήμασταν αποκομμένοι από κάθε οδό διαφυγής. Ξαφνικά, οι αχνοί θρύλοι του αρχαίου τόμου είχαν μετατραπεί σε απειλητική αλήθεια. Είχαμε φτάσει σε ένα μέρος κρυμμένων κινδύνων – και οι κίνδυνοι αυτοί μας είχαν εντοπίσει. Υπήρχε κάτι σβέλτο κι αδυσώπητο στην κίνηση των σύννεφων, κάτι που υπονοούσε νοημοσύνη. Τρομαγμένος ο Πόλντερ, είπε αυτό που ήδη σκεφτόμουν:

«Είναι οι φρουροί αυτού του τόπου! Μας εντόπισαν!»

Ακούσαμε μια άγρια φωνή από τον ιθαγενή. Ακολουθώντας το βλέμμα του είδαμε πως αρκετές από τις αφύσικες νεφομορφές είχαν εμφανιστεί στην κορυφή προς την οποία ανεβαίναμε, πάνω από το μεγαλιθικά ερείπια. Κάποιες υψώνονταν μισοκρυμμένες ακόμη από τα τείχη, σαν να ανέβλυζαν από τους προμαχώνες‧ άλλες στέκονταν στους ψηλότερους πύργους και πολεμίστρες, σφύζοντας με δυσοίωνη απειλή σαν την αντάρα της καταιγίδας.

Τότε με τρομερή ταχύτητα, πλήθος ακόμη νεφελώδεις παρουσίες υψώθηκαν ταυτόχρονα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αναδυόμενες πίσω από τις σκελετωμένες κορυφές ή υλοποιούμενες ξάφνου στη μέση του ουρανού. Με την ίδια αστραπιαία ταχύτητα, σαν να υπάκουσαν σε μια σιωπηρή εντολή, μαζεύτηκαν όλες μαζί σε συγκλίνουσες γραμμές πάνω από τα απρόσιτα σαν αετοφωλιά ερείπια. Ολάκερη η πλαγιά γύρω μας, καθώς και η κοιλάδα πιο κάτω, βυθίστηκαν σε ένα παράξενο και φοβερό λυκόφως που θύμιζε ολική έκλειψη.

Ακόμη δε φύσαγε ούτε πνοή ανέμου. Η ατμόσφαιρα όμως είχε βαρύνει και μας πίεζε λες και κουβαλούσε τα φτερά μυριάδων κακοδαιμόνων. Συνειδητοποίησα πως ήμασταν σε εκτεθειμένη θέση, μιας και είχαμε σταματήσει σε ένα πλατύσκαλο της βουνοσκαμμένης σκάλας. Θα μπορούσαμε να είχαμε κρυφτεί ανάμεσα στα πελώρια θραύσματα της πλαγιάς‧ αλλά επί της παρούσης ήταν αδύνατο να κάνουμε έστω και την παραμικρή κίνηση. Η αραιή ατμόσφαιρα μας είχε αφήσει αδύναμους, λαχανιασμένους, ενώ το ψύχος του υψομέτρου μας είχε κατακλύσει.

Τα Σύννεφα συναθροίστηκαν ολόγυρα, πάνω μας. Υψώθηκαν στο ζενίθ, απλώθηκαν σε μια ανυπέρβλητη απεραντοσύνη. Οι μορφές τους σκοτείνιασαν σαν τους Τιτάνες στα Τάρταρα. Ο ήλιος είχε εξαφανιστεί‧ ούτε μια ισχνή αχτίδα δεν υπήρχε σαν ένδειξη πως το άστρο της ημέρας δεν είχε πέσει από τους αιθέρες, πως έστεκε ακόμη και δεν είχε καταστραφεί.

Ένιωσα να συντρίβομαι πάνω στο βράχο από το αόμματο βλέμμα της τρομερής αυτής ομήγυρης‧ ήταν σαν να με κρίνει και καταδικάζει. Είχαμε καταπατήσει μια περιοχή που προ πολλού είχε κυριευτεί από παράξενες στοιχειακές οντότητες. Είχαμε προσεγγίσει το ίδιο τους το κάστρο – και τώρα θα βρίσκαμε το χαμό μας, καταδικασμένοι από την βιασύνη και την απροσεξία μας. Αυτές οι σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό μου σαν μαύροι κεραυνοί.

Τότε, για πρώτη φορά, άκουσα ένα ήχο – αν η λέξη αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάτι τόσο πρωτόγνωρο. Ήταν λες και η πίεση που ένιωθα απέκτησε φωνή, σαν απτοί κεραυνοί να χιμούσαν γύρω μου. Τους ένιωθα, τους άκουγα με κάθε νεύρο‧ βρυχιόνταν μέσα στο κεφάλι μου σαν νεροποντές που ξεχύνονται από τις ανοιχτές πύλες ενός τρομερού φράγματος που κρατάει πίσω του έναν κόσμο πνευμάτων.

Οι νεφελώδεις σύντροφοι κατέβηκαν αγριεμένοι πάνω μας με Ατλάντιες δρασκελιές δίχως να έχουν ανάγκη από άκρα. Είχανε την ορμητικότητα των ανέμων που σαρώνουν τις βουνοπλαγιές. Η ατμόσφαιρα σχίστηκε με τον σάλο χιλίων καταιγίδων και γέμισε με άμετρη στοιχειακή μοχθηρία. Θυμάμαι αποσπασματικά τα γεγονότα που ακολούθησαν‧ αλλά η εντύπωση μιας αφόρητης σκοτεινιάς, ενός δαιμονικού σάλου και ποδοπατήματος, και η πίεση θυελλωδών βαριών βηματισμών, θα παραμένει για πάντα ανεξίτηλη στο μυαλό μου. Ολόγυρα αντηχούσαν φωνές σαν πολεμικές σάλπιγγες θεών, αρθρώνοντας δυσοίωνες συλλαβές, ακατάληπτες από ανθρώπινα αυτιά.

Δεν μπορούσαμε ούτε στιγμή να σταθούμε μπροστά σε αυτές τις εκδικητικές Μορφές. Ριχτήκαμε με μανία στα σκοτεινιασμένα σκαλοπάτια της πελώριας σκάλας. Ο Πόλντερ και ο οδηγός ήταν λίγο πιο μπροστά μου: τους είδα μέσα σε αυτό το οδυνηρό λυκόφως, μέσα από χείμαρρους ξαφνικής βροχής, στην άκρη ενός βαθιού χάσματος που είχαμε παρακάμψει ανεβαίνοντας. Τους είδα να πηδούν μαζί – και όμως ορκίζομαι πως δεν έπεσαν μέσα στο χάσμα: καθώς αυτοί πήδηξαν μια από τις Μορφές συστράφηκε, τους έφτασε κι έσκυψε πάνω τους. Υπήρξε μια βλάσφημη, αδιανόητη συγχώνευση μορφών, σαν τα θεάματα που αποκαλύπτει ο υψηλός πυρετός‧ για μια στιγμή οι δύο άντρες ήταν σαν ατμοί που διογκώθηκαν, στροβιλιστήκαν και υψώθηκαν καθώς η γιγαντιαία μορφή τους κάλυψε. Το αποτρόπαιο σύνολο ήταν ένας ομιχλώδης Ιανός, δυο κεφάλια και σώματα που συντήκονταν έχοντας χάσει την ανθρωπιά τους μέσα σε αυτήν την υπερφυσική στήλη…

Μετά από αυτό δε θυμάμαι τίποτα, εκτός από μια αίσθηση ιλιγγιώδους πτώσης. Χάρη σε κάποιο θαύμα πρέπει να έφτασα στην άκρη του χάσματος και να έπεσα μέσα, δίχως να με αρπάξει κάποια μορφή όπως τους άλλους δύο. Το πώς δραπέτευσα από αυτήν την καταδίωξη των νεφελωδών Φυλάκων θα παραμείνει αιώνιο αίνιγμα. Ίσως, για κάποιο ανεξιχνίαστο δικό τους λόγο, μου επέτρεψαν να φύγω.

Όταν ξύπνησα, τα αστέρια έλαμπαν πάνω μου σαν παγωμένα αδιάφορα μάτια που ξεπροβάλουν από μαύρα οδοντωτά πέτρινα χείλη. Το δριμύ κρύο της ορεινής νύχτας κυριαρχούσε. Το σώμα μου πόναγε σε αμέτρητα σημεία και το δεξί μου χέρι αποδείχτηκε άκαμπτο και αχρηστευμένο όταν προσπάθησα να σηκωθώ. Μια σκοτεινή ομίχλη τρόμου κατέπνιγε τη σκέψη μου. Σηκώθηκα με επίπονη προσπάθεια και φώναξα, παρόλο που ήξερα πως κανείς δε θα απαντούσε. Έπειτα, άναψα σπίρτα, το ένα μετά το άλλο, και επιβεβαίωσα πως ήμουν ολομόναχος στο χάσμα. Δεν υπήρχε πουθενά κανένα ίχνος των συντρόφων μου: είχαν χαθεί τελείως – όπως χάνονται τα σύννεφα…

Παρά το σπασμένο χέρι, εκείνη τη νύχτα κάπως κατάφερα να βγω από την απότομη σχισμή, να κατέβω την τρομακτική βουνοπλαγιά και να αφήσω πίσω μου εκείνη την ανώνυμη, φυλαγμένη, στοιχειωμένη περιοχή. Θυμάμαι πως ο ουρανός ήταν καθαρός και πως κανένα σύννεφο δε θόλωνε τα αστέρια. Κάπου στην κοιλάδα βρήκα ένα από τα λάμα που είχαμε αφήσει, φορτωμένο ακόμη με τις προμήθειές μας…

Καταφανώς οι Φύλακες δε με κυνήγησαν. Ίσως τους απασχολούσε μονάχα η φύλαξη της μυστηριώδους αρχέγονης πόλης από ανθρώπινους εισβολείς. Δεν πρόκειται ποτέ να μάθω το μυστικό αυτών των ερειπωμένων τειχών και κατεστραμμένων οχυρών, ούτε την τύχη των συντρόφων μου. Αλλά ακόμη, στα νυχτερινά μου όνειρα και τα ημερινά μου οράματα, οι σκοτεινές εκείνες Μορφές κινούνται με το θόρυβο και τη βροντή χιλίων καταιγίδων‧ και η ψυχή μου συντρίβεται επί της γης με το φορτίο της εγγύτητάς Τους‧ Αυτοί περνάνε πάνω μου με την ταχύτητα και την απεραντοσύνη εκδικητικών θεών‧ κι εγώ ακούω τις φωνές Τους να ηχούν σαν ουράνιες σάλπιγγες, με δυσοίωνες συλλαβές που σείουν τον κόσμο, ασύλληπτες από το ανθρώπινο αυτί.


Μετάφραση: Χρυσόστομος Τσαπραΐλης

26 Sep 2019


Tags: horror   translations
Industries of Inferno, 2024   
About    RSS