"/assets/images/wraith.jpg", "height"=>100, "width"=>100}" />
1652, σε μια φυλακή στο Λονδίνο:
Η καμπάνα σήμανε την πρώτη πρωινή ώρα. Η βροχή δεν είχε σταματήσει να πέφτει για δύο ηλιακούς κύκλους στην πόλη, και έβρισκε στο φεγγίτη του κελιού την ιδανική δίοδο για να εισέλθει στο σκυθρωπό κατάλυμα του. Οι σταγόνες δημιουργούσαν με τον συνεχή ήχο της πτώσης τους μια νεκρώσιμη ακολουθία, σχημάτιζαν με την πορεία τους μια αντίστροφη σκάλα του Ιακώβ, η οποία μετέφερε τις ικεσίες για ζωή, από τα ουράνια πίσω στον αποστολέα τους. Δεν είχε κάπου αλλού να στραφεί μέσα στην απελπισία του, παρά στην ανώτερη δύναμη, με την ύπαρξη της οποίας είχε γαλουχηθεί, με την πίστη στην οποία είχε ανατραφεί τις τρεις δεκαετίες της ζωής του.
Ο αβάς με το σημαδεμένο χέρι που τον επισκέφθηκε το προηγούμενο βράδυ του είχε υποσχεθεί πως η αθωότητά του, αν ήταν αληθινή, θα έλαμπε σαν αστίλβωτος χρυσός μπροστά στο μεγάλο δικαστή της ζωής και του θανάτου, θα του χάριζε μια θέση δίπλα στο δημιουργό του, απ’ όπου θα μπορούσε να τον υμνεί στο βάθος της αιωνιότητας. Μια αιωνιότητα που του φαινόταν πολύ μακρινή, παρ’ όλο που πλησίαζε όλο και περισσότερο με κάθε πένθιμη κωδωνοκρουσία. Δεν ήθελε να υμνεί κανέναν – τι βλάσφημη σκέψη λίγες ώρες πριν πεθάνει… – ήθελε να συνεχίσει να αναπνέει από τη σπασμένη μύτη του, να συνεχίσει να αγγίζει με τα γεμάτα εγκαύματα χέρια του, να συνεχίσει να σκέφτεται με την κουρελιασμένη από τα βασανιστήρια νόησή του. Τι κι αν το σώμα του είχε πληρώσει βαρύ φόρο στα όργανα των ανακριτών; Ήταν δικό του, παγωμένα ρίγη τον διαπερνούσαν στην ιδέα ότι σε λίγες ώρες θα το έχανε.
Τον ξαναέπιασε το στομάχι του, έπεσε στα γόνατα και προσπάθησε να αποβάλλει τα εναπομείναντα περιεχόμενα του στομαχιού του, να τα αφήσει ως αναθήματα μίσους στις πέτρινες πλάκες του δαπέδου. Δεν τα κατάφερε, ο λαιμός του κόμπιασε, πήγε να καταπιεί πηχτό σάλιο μα τα γδαρμένα τοιχώματα του οισοφάγου δεν το δέχτηκαν. Παντού η απόρριψη. Ήταν σαν η θηλιά να τον είχε σφιχταγκαλιάσει πρόωρα, τόσο ανυπόμονη μέσα στην τελεσίδικη ασπλαχνία της, τόσο αχόρταγη μέσα στην ακόρεστη βουλιμία της για καταδικασμένους λαιμούς. Του κόπηκε η ανάσα, τα χέρια του μάταια πάλεψαν με τον ανύπαρκτο κόμπο.
Συνήλθε, σηκώθηκε, πάτησε με τα γυμνά του πόδια σε μια νεοσχηματισμένη λιμνούλα, έπεσε ξανά, προσπάθησε να συρθεί με τα σημαδεμένα από τις πύρινες λεπίδες του εξεταστή χέρια του. Αποχωρίστηκε το σάλιο του και η όραση σκοτείνιασε, για να αποκαλυφθεί στον οφθαλμό του μυαλού του το ικρίωμα. Άνοιξε γοργά τα μάτια και ούρλιαξε χολωμένος. Δάκρυα κύλησαν στα βρώμικα μάγουλά, ο κόμπος στο στομάχι έγινε ακόμη πιο σφιχτός. Δεν ήθελε να πεθάνει. Όρμηξε στην λιτή αλλά τόσο αφοσιωμένη στο σκοπό της πόρτα και προσπάθησε να τη δαγκώσει με τα σπασμένα υπολείμματα των δοντιών. Ο πόνος αβάσταχτος, αλλά δεν του χάρισε ούτε ρανίδα ηρεμίας.
Η καμπάνα ήχησε την πέμπτη πρωινή. Άκουσε τα βαριά, αυστηρά βήματα των δεσμοφυλάκων να πλησιάζουν την απαραβίαστη θύρα. Άρχισε να κοπανάει ξανά το λίθινο πάτωμα, έσπασε τον ένα του καρπό. Η πόρτα ξεκλείδωσε, άνοιξε. Το φως του πυρσού τον τύφλωσε, η μυρωδιά του καμένου λίπους που χρησίμευε ως καύσιμη ύλη κυριάρχησε στην όσφρησή του. Χέρια δυνατά τον σήκωσαν, οι λαβές τον έσφιγγαν σαν μέγγενες. Τον έσυραν έξω από το κελί, έξω από τα υπόγεια του πύργου, στο πρώτο ρόδισμα του άνεφου ουρανού. Από τη διαδρομή το μυαλό του συγκράτησε ελάχιστα, είχε κλείσει κάθε δίοδο επικοινωνίας με τον εξωτερικό κόσμο, κλειδώθηκε στο αναμάσημα του αισθήματος της απελπισίας και του επερχόμενου τέλους.
Το επόμενο ερέθισμα που αξιολόγησε ήταν τα τελευταία λόγια του δικαστή: «..καταδικάζεσαι σε θάνατο δια απαγχονισμού. Είθε ο Θεός να δείξει έλεος στην ψυχή σου.» Κοίταξε γύρω του και είδε ότι τον είχαν ανεβάσει στην ξύλινη πλατφόρμα της κρεμάλας. Το κοινό του επικείμενου θανάτου του ήτανε μια ντουζίνα περίεργοι, αγουροξυπνημένοι αλήτες, ο δικαστής, οι τρεις φρουροί που τον μετέφεραν, και στην άλλη άκρη της πλατείας ένας μουσικός με έναν αυλό στο χέρι,. Μια θλιβερή κουστωδία για να επευφημήσει το κλείσιμο της αυλαίας του.
Άκουσε από πίσω μια βαριά ανάσα, γύρισε και είδε τον τελευταίο ηθοποιό στο θέατρο σκιών που ήταν η ζωή του. Κεφάλι σκεπασμένο από μαύρη κουκούλα, γκρίζα άχρωμα μάτια, πλαδαρά, γέρικα χέρια, με μια ουλή στην αριστερή παλάμη. Την παρατήρησε καθώς του πέρναγε τη θηλιά και δεν παραξενεύτηκε ιδιαίτερα που αναγνώρισε τον αβά ως δήμιό του. Μια ειρωνική σκέψη για τη συγχώρεση και την ανιδιοτελή αγάπη άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του αλλά εξανεμίστηκε απότομα με το σφίξιμο του κόμπου στον αυχένα. Η καταπακτή άνοιξε κάτω από τα πόδια του, ένοιωσε να αιωρείται για λίγο, πριν ο ψυχρά επαγγελματικός κόμπος του σπάσει το λαιμό. Πρόλαβε με τον τελευταίο αέρα των πνευμόνων του να βγάλει μια πικρόχολη, απελπισμένη κραυγή και μετά πέθανε.
Ο μουσικός έφερε τον αυλό στα χείλη, αντί όμως να φυσήξει για να παίξει κάποια μελωδία, εισέπνευσε την τελευταία κραυγή του καταδικασμένου, την ύφανε σε νότες μέσα στα πνευμόνια του, και εκπνέοντας την παγίδεψε μέσα στο όργανο. Κατόπιν γύρισε, έβαλε τον αυλό στη ζώνη και συνέχισε το δρόμο του.
1349, σε ένα δρόμο της Νυρεμβέργης:
Το τελευταίο πτωματοφόρο κάρο της ημέρας είχε μόλις περάσει χωρίς να μαζέψει κάποιο φορτίο απ’ το καλύβι τους. Ένοιωθε τυχερή που θα κρατούσε συντροφιά στα τρία σπλάχνα της για μια νύχτα ακόμη. Τα βογκητά τους ήταν σα σαΐτες από ξύλο ελατιού με σκουριασμένες μύτες, που της διαπερνούσαν το κορμί, το τράνταζαν, και το κάρφωναν στο ξύλινο τοίχωμα του ταπεινού οικήματος. Όμως τα προτιμούσε από την ατέλειωτη σιωπή, από το να μείνουν αλάλητα για πάντα τα στόματα των παιδιών της.
Έβγαλε το βρεγμένο πανί από το μέτωπο του μεγαλύτερου, το βούτηξε στον κουβά με το νερό που είχε ανεβάσει απ’ το πηγάδι, και νωπό το ξανάσφιξε στο κεφάλι του. Σχημάτισε με το χέρι στον αέρα το ρούνο της Φρέια, και ψιθύρισε μια τρίστιχη προσευχή στην προγονική της θεά. Η χαμηλή ένταση της φωνής ήταν αποτέλεσμα πολυήμερης συνήθειας, δεν είχε σχέση με το φόβο της ανακάλυψης. Είχε πλέον διαβεί το κατώφλι αυτό, δεν την ενδιέφερε αν την κατηγορούσαν για λατρεία των παλιών θεών. Ο θεός που ήταν αναγκασμένη να λατρεύει σε όλη της τη ζωή είχε στείλει τον Μεγάλο Θάνατο ανάμεσά τους, ή έστω τον άφηνε να δρέπει ανεξέλεγκτα τις ζωές τους. Είχε σταματήσει να προσεύχεται όταν η πανούκλα πήρε τον άντρα της, δύο εβδομάδες νωρίτερα. Στράφηκε στους θεούς των πατέρων της, χωρίς να ξέρει πώς να τους λατρέψει, πώς να επικοινωνήσει μαζί τους. Ήταν μια τελευταία απελπισμένη έκκληση για σωτηρία, παρακάλαγε τον Όντιν να βγει καβάλα στον οχτάποδο Σλάιπνιρ, να κυνηγήσει το φάσμα της αρρώστιας απ’ την πόλη.
Η κραυγή του μικρότερου γιου την έβγαλε από την άκαρπη προσευχή της, την έκανε να πεταχτεί στο προσκεφάλι του. Από χτες είχε αρχίσει να μαυρίζει, να μελανιάζει στο δέρμα, και τα άκρα του ήδη σκοτεινιασμένα ανέδιδαν μια φρικτή δυσωδία, σαν κρέας που έχει αφεθεί για μέρες στον ήλιο του καλοκαιριού. Ήξερε τι θα συνέβαινε μέχρι το επόμενο πρωί. Πως ο αόρατος, ανίκητος μαύρος καβαλάρης θα απομυζούσε σιγά σιγά την πνοή του παιδιού της μέχρι να αφήσει ένα μισοσαπισμένο κουφάρι, βορά για τους νεκροθάφτες των αρχών. Θα το ανέβαζαν στο κάρο τους και θα το μετέφεραν σαν καυσόξυλο στη μεγάλη πυρά, που εδώ και εβδομάδες έκαιγε ακατάπαυστα, τρεφόμενη από τη σάρκα των θυμάτων. Εκεί που είχε καταλήξει ο άντρας της, οι γονείς της, εκεί που θα κατέληγε η ίδια, τα παιδιά της, η πόλη, ο κόσμος ολάκερος.
Σε δύο νύχτες της είχε μείνει μόνο ο μεγαλύτερος, μαυρισμένος κι αυτός απ’ την αρρώστια. Οι εκκλήσεις της στους αρχαίους θεούς δεν είχαν εισακουστεί, η ίδια ένιωθε τα πόδια της να σαπίζουν. Είχε πέσει από το ηλιοβασίλεμα δίπλα του, ανίκανη να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε κίνηση, αδυνατώντας ακόμη και να τον αγγίξει, παρ’ όλο που ούτε μέτρο δεν τους χώριζε. Ήταν σα να υπήρχε ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσά τους, χάσμα που θα συνέχιζε να βρίσκεται εκεί και μετά το θάνατό τους. Οι άσπλαχνοι θεοί, παλιοί και νέοι της είχαν στερήσει ακόμη και το δικαίωμα να πεθάνει ακουμπώντας το αίμα της. Τους καταράστηκε νοερά, γιατί το σάλιο της είχε στεγνώσει προ πολλού, η γλώσσα της είχε γίνει μαύρη και πληγωμένη σαν το ροζιασμένο κορμό γέρικου εβένου. Καταράστηκε την ελπίδα, αυτή την άσπλαχνη πλανεύτρα που δεν την άφησε να πάρει τις ζωές και των τεσσάρων τους όταν μπορούσε. Τότε ξεψύχησε.
Ένας βρωμερός τσαρλατάνος καθόταν έξω απ’ το παράθυρό της από τη στιγμή που έπεσε ο ήλιος. Έφερε τον αυλό του στα χείλη και αφομοίωσε την τελευταία της κατάρα, την έπλεξε μέσα του και την έκλεισε στο κοκάλινο όργανό του. Ταίριαζε με αυτές που είχε ήδη μαζέψει, αλλά βρισκόταν πολύ μακριά ακόμη από την ολοκλήρωση. Έβαλε τον αυλό στη ζώνη του και απομακρύνθηκε μέσα στη νύχτα, πιο σιωπηλός κι από τον ίσκιο.
1180 π.Χ. στα ανάκτορα των Μυκηνών:
Κοίταξε την αντανάκλασή της στο ασημένιο κάτοπτρο που στόλιζε το βορινό τοίχο του διαμερίσματός. Ακόμη και μετά τις κακουχίες δέκα ολόκληρων ετών η μορφή της παρέμενε πανώρια, γνήσια πριγκίπισσα του Ιλίου. Αν ήταν ο αδερφός της ίσως και να φούσκωνε από υπερηφάνεια στη σκέψη της βασιλικής γενιάς. Δεν ήταν όμως. Ο Έκτορας, ο πολυαγαπημένος, ήταν για πάντα χαμένος στα κρύα δώματα του Πλούτωνα, διασυρμένος από το φονιά του. Η ίδια ήταν η Κασσάνδρα, η καταραμένη μάντισσα, καταραμένη από το καπρίτσιο ενός θεού. Ενός θεού φωτοδότη για όλους τους άλλους, γεννήτορα του εσωτερικού σκότους για την ίδια.
Ο καθρέφτης άρχισε να θαμπώνει, να σκοτεινιάζει. Αναγνώρισε τα σημάδια του επικείμενου οράματος. Σε μια σπάνια κρίση αντιδραστικής άρνησης, πέταξε το χάλκινο κύπελλο που κρατούσε, με απελπισμένη δύναμη πάνω στον καθρέφτη. Κατάφερε να κάνει μια μικρή αμυχή, από την οποία άρχισε να αναβλύζει σκούρο, πηχτό, κοχλάζον αίμα. Κάλυψε όλη την επιφάνεια του, εκτός από ένα τμήμα ακαθόριστου σχήματος στη μέση, οπού και εμφανίστηκε η εικόνα του λουτρού των ανακτόρων. Εκεί που ο νικητής του πολέμου την είχε βιάσει τις τρεις προηγούμενες βραδιές και θα συνέχιζε να το κάνει μέχρι να έβρισκε το κουράγιο να πάρει τη ζωή της με τα ίδια της τα χέρια.
Το λουτρό στον καθρέφτη παλλόταν, σα να το έβλεπε μέσα από αιμάτινη κουρτίνα. Είδε το μισητό βασιλιά να την πλησιάζει, να την παίρνει με τη βία, να αφήνει αιματηρά σημάδια στο κορμί της. Είδε τον Αίγισθο, το ανδρείκελο αυτό της Κλυταιμνήστρας να χυμάει πάνω τους πάνοπλος, μαζί με την προσωπική του φρουρά, να τους μαχαιρώνει με πάθος, να ξεσκίζει και να σκορπάει τις σάρκες του Αγαμέμνονα, να ερωτοτροπεί πάνω στο δικό της γυμνό, πεθαμένο κορμί.
Δεν τόλμησε να ελπίσει ότι το όραμα δεν ήταν αληθινό. Το είχε κάνει παλιότερα, και κάθε φορά, οι τραγικές επιβεβαιώσεις της ξερίζωναν τα ελάχιστα ψήγματα ελπίδας. Πλέον περίμενε παθητικά, δουλικά, την ολοκλήρωση της καταραμένης, σύντομης ζωής, παραδομένη σε ένα μοιρολατρικό κενό. Αυτή, η Κασσάνδρα, πριγκίπισσα της Τροίας, κόρη του Πριάμου και της Εκάβης, ερωμένη του Απόλλωνα και καταραμένη από τον ίδιο, θα έσβηνε, θα πήγαινε στις πένθιμες αίθουσες της Περσεφόνης, θα γινότανε μια από τις αναρίθμητες σκιές που αλυχτούν γοερά αυτό που έχουν χάσει, περιμένοντας τους ζωντανούς να προστεθούν στις τάξεις τους.
Ο μουσικός κοίταζε από το παράθυρο του λουτρού την πολύβουη σφαγή. Αυτή τη φορά δεν περίμενε κάποια φωνή για να αιχμαλωτίσει στο αρχαίο μουσικό του όργανο. Την είχε πάρει προ πολλού την κραυγή της Κασσάνδρας, πίσω στην Τροία, ενώ ο θεογέννητος Αχιλλέας έσερνε το σώμα του Έκτορα γύρω από τα τείχη. Ήθελε απλά να παίξει μια μελωδία γι’ αυτή, χωρίς νόημα, χωρίς ελπίδα, βασανισμένη, όπως η ζωή της. Έφερε τον αυλό στα χείλη, έπαιξε για λίγο, τον έβαλε στη ζώνη του και κίνησε για αλλού.
…Κάπου στο χρόνο:
Επί χιλιετίες τις μάζευε, κραυγές από παντού, κραυγές θανάτου, πόνου, δυστυχίας, πάνω απ’ όλα απελπισίας, Τις έψαχνε μεθοδικά, τις αναζητούσε σε οποιοδήποτε τόπο, σε οποιοδήποτε χρόνο. Δεν ήταν επιλεκτικός, αρκούσε ο ήχος να ήταν μια ολοκληρωτική άρνηση του ενδόμυχου περιεχομένου του αυλού του. Να θρυμμάτιζε, έστω και απειροελάχιστα αυτό που κρυβόταν στα βαθύτερα λαγούμια του κοκάλινου σωλήνα. Και ήταν τόσες πολλές οι κραυγές, που το είχανε ροκανίσει σχεδόν ολοκληρωτικά. Έμενε μια ακόμη τελευταία και το έργο του θα ολοκληρωνόταν. Μετά μπορούσε να ξεκουραστεί.
Στην Ανατολή πορεύτηκε, στη μεγαλύτερη οροσειρά σκαρφάλωσε. Στη στέγη του κόσμου κούρνιασε όταν έπεσε η νύχτα. Εκεί, κάτω από το καθάριο, αγνό λαμπύρισμα των άστρων, πήρε τον αυλό στα πολύπαθα χέρια του, τον περιεργάστηκε για λίγο, νιώθοντας το βασανισμένο παλμό των φωνών, τη μελωδία των καταραμένων. Τον έφερε δυο πόντους από τα χείλη του και ψιθύρισε τα τελευταία του λόγια, λόγια που τα ύφαινε από την αρχή του κόσμου. Τον αποχωρίστηκαν και πήγαν να συναντήσουν τους συντρόφους τους, στον οστέινο λαβύρινθο μπροστά του.
…Και έπαιξε τη μελωδία του τέλους. Αυτός, που άκουγε σε πολλά ονόματα και τελευταίο διάλεξε το Πανδώρα να τον συντροφεύει, άπλωσε πάνω στην ανθρωπότητα το μελωδικό πέπλο της απελπισίας.
…Και η ανθρωπότητα το άκουσε και κατάλαβε
…Και τα μάτια τους σκοτείνιασαν και τα άστρα κρύφτηκαν για πάντα
…Και τα αυτιά τους ράγισαν και η μουσική σώπασε για πάντα
…Και οι μύτες τους σφάλισαν και τα λουλούδια μαράθηκαν για πάντα
…Και οι γλώσσες τους κόπηκαν και η τροφή ήταν σαν στάχτη
…Και τα άκρα τους πέσανε και σερνόταν σα φίδια
…Και οι ψυχές τους θρυμματίστηκαν σαν την ελπίδα που οι ίδιοι είχαν σκοτώσει
(Εκδόθηκε στη συλλογή διηγημάτων Θρύλοι του Σύμπαντος Ι, Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές, το 2007)