"/assets/images/deathripping4.png", "height"=>100, "width"=>100}" />
Ισόγειο:
–Η πρώτη σκιά εμφανίζεται κάθε μέρα στον καθρέφτη της ανδρικής τουαλέτας στις 06.51 ακριβώς. Η περιφέρεια του άμεμπτου βιομηχανικού γυαλιού αποκτά μια θολούρα εφάμιλλη της χειμωνιάτικης πάχνης – αυτής που τόσο σαγηνεύει την αργοπορία και επικροτεί την αναβολή της πρωινής ρουτίνας. Κατόπιν, οι αντανακλάσεις θολώνουν και η κοντή κουρτίνα του φεγγίτη βαραίνει το μάτι – αμφότερα φαινόμενα κάλλιστα αποδίδονται στο αλκοόλ που αναπόφευκτα ρέει στο αίμα κάθε ατόμου που θα χρησιμοποιήσει την τουαλέτα αυτήν την ώρα. Ως παραίσθηση σταχυολογείται και η εμφάνιση της δεύτερης, θηλυκής σκιάς, με τη φωνή που σε καλεί ψιθυριστά να κοιτάξεις πίσω από την κλειστή πόρτα του μπαρ. Την πόρτα που έχει μια πινακίδα καρφωμένη πάνω της: «ΠΡΟΣ ΘΕΩΡΕΙΑ».
Ο Γκιώνης έδειξε προς την εν λόγω ξύλινη τάβλα, τινάζοντας παράλληλα τη λάσπη από το παλτό του. Έβρεχε εδώ και δυο μέρες συνεχόμενα, γεγονός πανηγυρικό για την εποχή. Και πράγματι, οι ουράνιες ρομφαίες πρωτοστατούσαν στον εορτασμό, έχοντας κατακεραυνώσει ήδη πέντε καμινάδες στη γειτονιά. Οι δρόμοι είχαν μετατραπεί σε ένα αμάλγαμα θρυμματισμένων τούβλων, χώματος, και νερού ορμητικού σαν τη συμπεριφορά του μεθυσμένου. Λάτρευε αυτόν τον καιρό – είχε τη στόφα του κοσμικά μεγαλειώδους, κάτι που σαφέστατα έλειπε από αυτή τη γωνιά του πλανήτη.
–Έχουμε ακόμη ώρες μέχρι τότε, είπε η συνομιλήτριά του προσπαθώντας να στραγγίξει κάπως πιο διακριτικά το πανωφόρι της. Ας βρούμε πρώτα ένα τραπέζι, και συνεχίζεις.
Ο Γκιώνης συμφώνησε σιωπηλά. Απεχθάνονταν τη μπάρα. Πέρα από μήτρα αναρίθμητων κλισέ, ήταν μια βιτρίνα έκθεσης προσωπικοτήτων. Προτιμούσε να είναι στο καταναλωτικό και όχι στο επιδεικτικό άκρο της πασαρέλας. Χώρια που καθισμένος εκεί ρίσκαρες τις αμήχανες ματιές του μπάρμαν.
Κάθισαν σε μια απομονωμένη γωνία. Όσο περίμεναν το σέρβις, άναψαν τα κεριά του τραπεζιού και με αυτά φλόγισαν τις πίπες τους. Ένα σύννεφο καπνού άρχισε να σχηματίζεται γύρω τους, το οποίο παραδόξως αναδιπλώνονταν γύρω από τον άξονα της νοητής ευθείας μεταξύ τραπεζιού και Πόρτας-προς-Θεωρεία. Η πρώτες μπύρες ήταν αφρώδεις μαύρες. Η συζήτηση απέκλινε προς τα τυπικά νέα της εβδομάδας, με ιδιαίτερα άχαρο τρόπο, που δεν αξίζει αναπαραγωγής. Το ρολόι τσέπης χασμουρήθηκε κοιτάζοντας τον εαυτό του. 01.52.
Θεωρείο:
–Μπορείς να δεις αναπάντεχα καθαρά μέσα από μια σταγόνα αίμα. Η διάθλαση, για κάποιο λόγο σε βοηθά να εστιάσεις σε κάθε λεπτομέρεια. Το κόκκινο φιλτράρισμα κόβει ένα μέρος του φάσματος, που συγχέει την ανεμπόδιστη όραση με αποτέλεσμα να καμουφλάρονται λεπτομέρειες. Βλέπεις γωνίες του τοπίου που δε φαίνονται με γυμνό μάτι, σκιές του προσώπου απρόσιτες υπό φυσιολογικές συνθήκες. Υπάρχει διαύγεια παρασιτική σε αυτή τη σταγόνα.
Άφησε τη στάλα αίματος να πέσει από το δάχτυλό της και κοίταξε τον ετοιμοθάνατο ακροατή. Οι πληγές που του είχε ανοίξει παρέδιδαν τα τελευταία κόκκινα φορτία τους. Το πάτωμα είχε γίνει ένας πορφυρός καθρέφτης που αντανακλούσε τις αφίσες της οροφής. Ξεχώρισε αυτήν που διαφήμιζε τη δραματοποίηση του «Στους Λόφους, Οι Πόλεις»: Υπόνοια του μυθικού συνδέσμου ανθρώπου-εδάφους-κατασκευής, και των λόφων που κρύβουν από τα μάτια τα φώτα-κάτω-από-τη-Γη. Αγκάλιασε με το χέρι την κουπαστή του μπαλκονιού, ρίχνοντας μια ματιά προς τα κάτω, στο άδειο γωνιακό τραπέζι. Νέφη καπνού το περιτριγύριζαν, με προστατευτικές διαθέσεις. Έστρεψε το βλέμμα της στο περιχαρακωμένο φυλάκιο του μπάρμαν: Τα μπουκάλια της δεύτερης σειράς επιδείκνυαν διακυμάνσεις στη στάθμη τους. Αυτά των υπόλοιπων ραφιών καμουφλάρονταν με νερό ως δήθεν γεμάτα. Χαμογέλασε μέσα της, και κατέβασε τα υπολείμματα του ποτού της – το δεύτερο White Russian της νύχτας.
Ξανακοίταξε τον άνδρα που είχε πλέον ξεψυχήσει. Η εικόνα του θανάτου δεν έκρυβε αποκρουστικά μυστικά για αυτήν – τα είχε ξεριζώσει όλα αυτά χρόνια πριν. Η αντικειμενική αλήθεια διατυμπάνιζε πως η διακοσμητική δολοφονία (απαράδεκτος όρος, αλλά είχε καθιερωθεί) είναι τέχνη, μια από τις πλέον εκλεπτυσμένες. Ιδιαίτερη προσοχή χρίζει η στιγμή του πρώτου χτυπήματος (μπορεί να είναι και τελευταίο, μπορεί και όχι), καθώς αυτό είναι που θα καθορίσει το αν το πνεύμα θα προσαράξει ή όχι στο χώρο, μετατρέποντάς τον σε loci του genius. Ο αριθμός των πελατών της που επέλεγαν κάποιο μπαρ ήταν αναμενόμενα μεγάλος.
Γέμισε το ποτήρι με σκέτο κονιάκ· το φλασκί της ήταν θαρρείς αστείρευτο. Κοίταξε το ρολόι πάνω από το μελαψό κεφάλι του μπάρμαν. 06.55.
Υπόγειο:
–Όταν πεθάνω θέλω να με θάψουν μέσα στο μαγαζί. Δε σου λέω να με βάλουν πάνω, μέσα στον κόσμο, ούτε πίσω στην αποθήκη να εμποδίζω τα παιδιά. Θέλω όμως να στάξει το αίμα μου πάνω στα θεωρεία, να κυλίσει ανάμεσα στις σανίδες, να στραγγίξει εδώ, στο υπόγειο. Εδώ να με κλείσουν, και να σφραγίσουν την είσοδο με πέτρινες μποτίλιες και αφίσες εξπρεσιονιστικού θεάτρου.
–Ξέρεις τι πάει στραβά με τα σημερινά κτίρια; Δεν έχουν ψυχή, και το καταλαβαίνεις. Η κλινικοποίηση και η αποστείρωση τα έχει κάνει κενά χωρικά πλαίσια. Ούτε τους τοίχους να ποτίσουν με καπνό δε θα επιτρέπουν σε λίγο. Παλιότερα ο κόσμος πέθαινε μέσα στο σπίτι, και το απόσταγμα του πνεύματος έμενε μέσα και πότιζε τα ξύλα και τις πέτρες, τα ποτήρια και τα έπιπλα. Και αυτό συνέβαινε για γενιές. Δεν άλλαζαν τα κτίρια τότε κάθε 50 χρόνια. Εκατοντάδες χρόνια, με τα υλικά να μαζεύουν εμπειρίες από τους νεκρούς, και να τις πλέκουν στην ατμόσφαιρα του οικήματος, δημιουργώντας ένα πνεύμα του κτιριακού τόπου. Από το Ρωμαϊκό Genius Loci και τα σλαβικά Domovoi, μέχρι τον πεινασμένο απόηχο του σπιτιού της μάγισσας στα παραμύθια.
–Το μπαρ μπορεί να απομυζεί κάποιες από τις εμπειρίες και συναισθήματα του πλήθους που το επισκέπτεται, αλλά δεν αποκτά χαρακτήρα μέχρι να δεχτεί τον πρώτο του νεκρό. Αν το ψάξεις, όλα τα θρυλικά νυχτομάγαζα έχουν κάποιο θάνατο στην αφετηρία της επιτυχίας τους. Εδώ όμως δεν ψάχνουμε, δεν είμαστε βιβλιοθήκη, ούτε εφημερίδα. Μπαρ είμαστε, και η ανεπιβεβαίωτη πληροφορία και το μυθικό είναι το έμμεσο συνάλλαγμά μας.
–Διάβασα για τη διακοσμητική δολοφονία. Σκέφτομαι να μαζέψω χρήματα για να την εφαρμόσω. Τώρα, βλέπεις, αναγκάζομαι να πάω σπίτι γιατί το μαγαζί είναι άδειο. Όχι από κόσμο, αλλά από αισθητική ουσία. Αυτό πρέπει να διορθωθεί, πρέπει μπαρ και σπίτι να ενωθούν μέσω του καταλύτη τους, εμένα.
–Ξανά στάζει το ταβάνι, έχει πολύ υγρασία εδώ μέσα, και είναι πηχτή σα μέλι. Αλήθεια, τι ώρα πήγε;
Το μεταλλικό ρολόι του υπογείου του απάντησε σιωπηλά: 04.00.
Ισόγειο:
Ο Γκιώνης και η γυναίκα ακούμπησαν κάτω τις αχνιστές κούπες, και παρατήρησαν την άδεια σάλα του μαγαζιού. Ο μπάρμαν είχε εξαφανιστεί μέσα στην αποθήκη μόλις τους σέρβιρε. Το πλήθος είχε αποχωρίσει σταδιακά ή ξαφνικά, δε μπορούσαν να το προσδιορίσουν. Ένα συνεχές φτερούγισμα νανούριζε τη σκέψη τους. Η γυναίκα βρέθηκε πίσω από τη μπάρα και τράβηξε το πόστερ του «Στους Λόφους, Οι Πόλεις». Είχε κολλήσει κατά την πτώση του σε ένα άδειο μπουκάλι κονιάκ. Ο Γκιώνης γλίστρησε γύρω από τις γυαλισμένες καρέκλες, ψάχνοντας την είσοδο για το υπόγειο. Είχε 6 χρόνια να ακούσει ο οποιοσδήποτε περαστικός μουσική από το μαγαζί. Ο Γκιώνης και η γυναίκα όμως άκουγαν άρρυθμο no wave να σέρνεται από το θεωρείο, και ασφυκτικό noise να ψέλνει από το υπόγειο. Φύσηξαν τον καπνό και η ατμόσφαιρα καθάρισε, και το πλήθος επανήλθε από την τουαλέτα όπου είχε κρυφτεί. Η ώρα ήταν 06.49.
Ο Γκιώνης πήγε στην ανδρική τουαλέτα και βρήκε πίσω από τον καθρέφτη την είσοδο για το υπόγειο. Κατέβηκε στο σπίτι του συζητώντας με το είδωλό του.
Χτες:
Ήταν σαφής:
–Θα διακοσμήσω το κτίριο με τον εαυτό μου.
Η γυναίκα συμφώνησε με ψυχρή επαγγελματικότητα. Δεν ήταν ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος που θα επέλεγε αυτόν τον τρόπο αθανασίας. Είναι τα άτομα για τα οποία η σύνδεση με κάποιον χώρο, με κάποιο κτίριο, έχει παγιωθεί, και το τελευταίο (διαδικαστικό θα έλεγε κανείς) βήμα για την ολοκλήρωσή της, για την πλήρη ένωση, είναι ο βίαιος θάνατος εντός του χώρου. Τα έγγραφα σφραγίστηκαν και οι πληγές του άνοιξαν, στις 06.52 ακριβώς.