"/assets/images/music/aforestofstars.jpg", "height"=>100, "width"=>100}" />
Ας ξεκινήσω με μια προσωπική παραδοχή: Αυτοί οι Άγγλοι είναι ότι καλύτερο έχει βγάλει το Νησί στο χώρο του black metal, μετά τους Cradle of Filth και τους Akercocke, εκτιμώντας τη συνολική μέχρι τώρα πορεία τους. Οι ομοιότητες με τα προαναφερθέντα σχήματα κινούνται και στον τομέα της διαφοροποίησης/απεμπλοκής από τον καθαρά μαυρομεταλλικό χώρο. Ακόμη και στο ανιμιστικό ντεμπούτο τους “The Corpse of Rebirth”, οι Forest of Stars δεν περιορίστηκαν σε αυστηρά black metal φόρμες. Από εκεί και πέρα κυκλοφόρησαν δυο καταπληκτικούς δίσκους, μέσω των οποίων παρουσιάστηκε η θεατρικοποίηση της εικόνας της μπάντας, αλλά και της μουσικής, χωρίς να χάνουν ούτε ελάχιστη ουσιώδη ποιότητα. Μπορεί η Burton-ική διάθεση που κυριαρχούσε στο videoclip του “Gatherer of the Pure” να διάβρωσε κάπως τη βικτωριανή ατμόσφαιρα του συγκροτήματος στα μάτια αρκετών, αλλά σαν σύνολο, το “A Shadowplay for Yesterdays” έμεινε άθικτο και κόντραρε στα ίσια το μεγάλο “Opportunistic Thieves of Spring”.
3 χρόνια μετά το τρίτο άλμπουμ τους, οι Βρετανοί επανέρχονται με το “Beware the Sword you cannot see”, δίχως υπόνοια ep, live, ή άλλης ενδιάμεσης κυκλοφορίας (στον δισκογραφικό τομέα, οι Forest είναι από τα πιο «καθαρά» σχήματα). Ο δίσκος κοσμείται από ένα εξώφυλλο άκρως συμβολικό αλλά και εντυπωσιακό, το οποίο χτίζει προσδοκίες για το περιεχόμενο, και ακολουθεί την παράδοση των μεθυστικών εικαστικών της μπάντας.
Στον μουσικό τομέα τώρα, το “Beware the Sword..” αποτελεί την εξέλιξη του “Shadowplay for Yesterdays”, ακολουθώντας πάνω κάτω τις ίδιες φόρμες, δηλαδή δαιδαλώδεις συνθέσεις, με ποικιλία θεμάτων και ρυθμών. Το βιολί της Katheryne είναι πανταχού παρόν, και παραμένει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα στοιχεία της μπάντας. Είναι φανερό το ότι το όργανο συμμετέχει ισότιμα στη σύνθεση, ένας θεμέλιος λίθος ισάξιος με τα λοιπά έγχορδα, και τα κομμάτια το ενσωματώνουν άψογα. Παραμένοντας στην Katheryne, και οι φωνητικές της συνεισφορές απλώνονται επί του υλικού, ίσως σε κάπως μεγαλύτερο βαθμό από ότι προηγουμένως. Προσωπικά θεωρώ τη φωνή της κάπως χλιαρή και παράταιρη για τη μπάντα, οπότε και δε μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα με αυτήν την πρωτοβουλία. Εν αντιθέσει, τα φωνητικά των κυρίων Curse και Kettleburner είναι υπέροχα, είτε αυτονομημένα, είτε όταν πλέκονται μεταξύ τους, και για όποιον έχει ακούσει κάτι από τα προηγούμενα της μπάντας, είναι άκρως αναγνωρίσιμα.
Ένα σημείο διαφοροποίησης από το “ Shadowplay..” είναι ο περιορισμός της γκάμας οργάνων που χρησιμοποιήθηκαν (η αλήθεια είναι πως στο προηγούμενο άλμπουμ το είχαν παρακάνει ελαφρώς), αλλά και η διακριτική όξυνση των μαυρομεταλλικών καταιγιστικών σημείων. Για παράδειγμα, το εναρκτήριο κομμάτι (“Drawing down the Rain”) έχει ξεκάθαρα black metal πρίμα στο μεσαίο τμήμα του, τέτοια που δεν περίμενα να ακούσω από τη μπάντα σήμερα, και τα οποία με ενθουσίασαν ευχάριστα. Όσο για τη διακριτική ψυχεδέλεια που πάντα συνόδευε (σε διαφορετικές ποσοτικές μεζούρες) τη μουσική των A Forest of Stars, αυτή απλώνεται με βρόχινα ατμοσφαιρικά ριφ, ψυχεδελικές επαναλήψεις, και νεφελώδη πλήκτρα, σε μεγάλο μέρος του άλμπουμ, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος του δίσκου. Όσον αφορά το εν λόγω μέρος (“Pawn of the Universal Chessboard”), είναι χωρισμένο σε 6 κομμάτια, στιχουργικά και μουσικά συγγενή, πειραματικότερα του πρώτου μισού. Πρόκειται για μια φιλόδοξη κίνηση, η οποία πολύ έξυπνα χωρίστηκε σε μικρές ενότητες, που σχηματίζουν το μωσαϊκό. Προσωπική αδυναμία η δυάδα “Part IV: An Automaton Adrift” και “Part V: Lowly Worm”(τα leads του τελευταίου είναι καταιγιστικά όμορφα).
Σύγκρινα στην αρχή τους A Forest of Stars με τους Filth και τους Akercocke. Η αλήθεια είναι πως η πορεία των εν λόγω Βρετανών έχει μεγαλύτερη σχέση με αυτή των δεύτερων – συγκεκριμένα δεν έχουν βγάλει μέτριο δίσκο, μετρώντας 4 πλέον full-legths (το ίδιο ίσχυε βέβαια και για τα 4 πρώτα των Filth, αλλά από εκεί και πέρα το χάος). Το ποιοτικό σερί συνεχίζεται, και δεν το βλέπω να σταματάει άμεσα. Μπορεί η μπάντα να έχει αλλάξει από τον πρώτο δίσκο, διανθίζοντας πολύ το μαύρο μέταλλο τους, αλλά παραμένει άκρως τίμια και σταθερή σε αυτό που κάνει. Πάνω απ’ όλα, και παρά τα σποραδικά ελαττώματά του(συν τοις άλλοις δεν έχει βαρβάτο αριστούργημα όπως ήταν το “A Prophet for a Pound of Flesh” στο προηγούμενο), το “Beware the Sword you Cannot See”, υπακούει πιστά στο βικτωριανό, αλλόκοσμο, και παραμυθένιο όραμα της μπάντας – το άλμπουμ διαβάζεται σαν παλιό, καλό βιβλίο.